απαράδεκτος, -η, -ο


• Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ.  °  Der Service hier [in diesem Hotel] ist miserabel* (unter jeder Kritik / unmöglich), ich werde mich beim Emp­fangschef beschweren.   [GF+DF(*) aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• απαράδεκτες καταστάσεις  °  unerhörte Situationen    [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, η...αξιολόγηση, η = die Beurteilung* / die Bewertung [zB. der Fähig­keiten eines Men­schen, oder von Unterlagen] / [englisch:] evaluation** *[Ι. Αντωνίου-Κρητικού:...
  • ΑΞΙΟΛΟΓΩ...αξιολογώ (-είς) = beurteilen / einstufen / bewerten ...
  • ΑΞΙΟΧΡΕΟ, το...αξιόχρεο, το = die Bonität / die Kreditwürdigkeit ...
  • ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
  • ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
  • ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
  • ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
  • ΑΠΑΝΤΩ...απαντώ (-άς) 1. Grundbedeutung: antworten – z.B.: • απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten) • Ο Κώστας δεν της απάντησε....
  • ΑΠΑΝΩ...απάνω s. επάνω ...
  • ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
Nachher:
  • ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
  • ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / auf­geben // entsagen:...
  • ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ...απαρνούμαι s. απαρνιέμαι ...
  • ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΙΜΟΤΗΤΑ, η...απασχολησιμότητα, η • η απασχολησιμότητά τους ihre [= der Studierenden] Vermittelbarkeit am Arbeits­markt [bzw....
  • ΑΠΕΙΡΟΣ, -η, -ο...άπειρος, -η, -ο • με άπειρη προσοχή ° ungemein vorsichtig [legte sie die Erbse auf die Löffelspitze] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΗΓΑΝΟΣ, ο...απήγανος,...
  • ΑΠΙΘΑΝΟΣ, -η, -ο...απίθανος, -η, -ο • Της Κάρμεν της έρχονται οι πιο απίθανες ιδέες. ° Carmen kommen die tollsten Ideen. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΑΠΛΟΣ, -ή, -ό...απλός, -ή, -ό 1. Bedeutung: einfach 2. zum Bedeutungsunterschied der Adverbien απλά und απλώς:...
  • ΑΠΛΩΣ...απλώς s. unter απλός, -ή, -ό (Z 2) ...