απασχολησιμότητα, η
• η απασχολησιμότητά τους |
ihre [= der Studierenden] Vermittelbarkeit am Arbeitsmarkt [bzw.] [the] [student] employability [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF und EF aus der Sorbonne-Erklärung europäischer Bildungsminister] |
• για την προώθηση της κινητικότητας και της απασχολησιμότητας των Ευρωπαίων πολιτών |
zur Förderung der Mobilität und arbeitsmarktbezogenen Qualifizierung seiner [= Europas] Bürger [bzw.] to promote citizens' mobility and employability [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF und EF aus der Bologna-Erklärung der europäischen Bildungsminister] |
• με στόχο την προώθηση της απασχολησιμότητας των Ευρωπαίων πολιτών |
mit dem Ziel, die arbeitsmarktrelevanten Qualifikationen der europäischen Bürger zu fördern [bzw.] in order to promote European citizens' employability [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF und EF aus der Bologna-Erklärung der europäischen Bildungsminister] |
• βελτίωση της απασχολησιμότητας και μείωση των ελλείψεων δεξιοτήτων |
Verbesserung der Beschäftigungsfähigkeit und Reduzierung der Qualifikationsdefizite [bzw.] improving employability and reducing skills gaps [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF und EF aus einem Dokument des Europäischen Rates] |
• για να καλλιεργηθεί η απασχολησιμότητα |
um [...] die Beschäftigungschancen [der Hochschulabsolventen] zu fördern [bzw.] for fostering employability [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF und EF aus dem Berliner Kommuniqué der europäischen Bildungsminister] |
Weitere Wörter:
- ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
- ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
- ΑΠΑΝΤΩ...απαντώ (-άς) 1. Grundbedeutung: antworten – z.B.: • απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten) • Ο Κώστας δεν της απάντησε....
- ΑΠΑΝΩ...απάνω s. επάνω ...
- ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
- ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, -η, -ο...απαράδεκτος, -η, -ο • Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ....
- ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
- ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / aufgeben // entsagen:...
- ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ...απαρνούμαι s. απαρνιέμαι ...
- ΑΠΕΙΡΟΣ, -η, -ο...άπειρος, -η, -ο • με άπειρη προσοχή ° ungemein vorsichtig [legte sie die Erbse auf die Löffelspitze] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΑΠΗΓΑΝΟΣ, ο...απήγανος,...
- ΑΠΙΘΑΝΟΣ, -η, -ο...απίθανος, -η, -ο • Της Κάρμεν της έρχονται οι πιο απίθανες ιδέες. ° Carmen kommen die tollsten Ideen. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΑΠΛΟΣ, -ή, -ό...απλός, -ή, -ό 1. Bedeutung: einfach 2. zum Bedeutungsunterschied der Adverbien απλά und απλώς:...
- ΑΠΛΩΣ...απλώς s. unter απλός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΑΠΟ...από 1. Grundbedeutungen: a) von // aus b) durch c) seit // ab d) [in Verbindung mit dem Komparativ]: als 2. από εκείνους (-ες, -α) (που) ... / από αυτούς (-ές,...
- ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ...αποβραδίς ([wohl unrichtig auch:] αποβραδύς) = gegen Abend / abends [Mandeson] [bzw.:] overnight [° über Nacht; während der Nacht] [OEG] ...
- ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / ertragreich / produktiv [Pons online] ...
- ΑΠΟΗΧΟΣ, ο...απόηχος, ο • Τέλειωνε η γιορτή μα όχι κι ο απόηχός της. ° Das Fest war vorbei, nicht aber sein Nachklang. [GF+DF aus: Ζατέλη:...