αξιώνω
1. [allgemein]:
απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.: απαιτώ) [ΛΜΠ] // fordern [Pons online]
π.χ.:
• Αξιώνω να με πληρώσεις για τη δουλειά που σου έκανα. [ΛΚΝ]
• Αξιώνω να μου ζητήσεις συγγνώμη. [ΛΚΝ]
• Αξιώνω πειθαρχία / υπακοή. [ΛΚΝ]
• Aξιώνουν να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται περισσότερο. [ΛΚΝ]
• αξιώνω να με ακούτε προσεκτικά, όταν μιλάω [ΛΜΠ]
2.
a) με αξιώνει (κάποιος):
vgl. dazu die zweite Bedeutung von αξιώνω lt. ΛΚΝ:
θεωρώ κπ. άξιο για κάτι, κρίνω ότι του αξίζει κάτι
bzw. lt. ΛΜΠ:
[αξιώνω] σε φράσεις όπως "με αξίωσε ο Θεός" (+ να): με έκρινε ο Θεός άξιο, κατάφερα
π.χ.:
• αν μ’ αξιώσει ο Θεός να δω την κόρη μου παντρεμένη (= αν καταφέρω να δω την κόρη μου παντρεμένη) [ΛΜΠ]
• Ο Θεός μ’ αξίωσε να γυρίσω στην πατρίδα. [ΛΚΝ]
• Nα μη μ’ αξιώσει ο Θεός να δω τέτοιο πράμα. [ΛΚΝ]
• Οι νοικοκυραίοι άμα βγαίνανε απ’ το σπίτι τους, κάνανε το σταυρό τους και παρακαλούσανε το Θεό, κι έναν έναν όλους τους άγιους, να τους αξιώσουνε να γυρίσουνε ζωντανοί το βράδυ. ° Die Hausväter schlugen, wenn sie von zu Hause weggingen, ihr Kreuz und baten Gott und einen nach dem anderen alle übrigen Heiligen, es ihnen zu vergönnen, am Abend wieder lebend nach Hause zu kommen [und nicht von den herumstreunenden Banden umgebracht zu werden]. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• Για τι άλλο σ’ αξίωσε ο Θεός; ° Was hat Gott noch mit dir vor? [rhetorische Frage] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
b) αξιώνομαι ° έχω την τύχη να [ΛΚΝ]
π.χ.:
• Aξιώθηκε να έχει πολύ καλό σύντροφο. [ΛΚΝ]
• Aξιώθηκα να δω τα παιδιά μου αποκατεστημένα. [ΛΚΝ]
• Aξιώθηκα να γνωρίσω εγγόνια και δισέγγονα. [ΛΚΝ]
• Θα αξιωθώ άραγε να πάω να προσκυνήσω στους Aγίους Tόπους; (= θα καταφέρω, θα μπορέσω;) [ΛΚΝ]
• Tόσον καιρό και δεν αξιώθηκα να έρθω να σε δω. (= δεν κατάφερα) [ΛΚΝ]
• αξιώθηκε να πάει στο Λονδίνο, που ήταν τ’ όνειρό του [ΛΜΠ]
weitere BSe:
• Και μια φορά που αξιώθηκε επιτέλους να βρεθεί σ’ αυτό το λειβάδι με τον δεύτερο άνδρα της, [...] |
Und als es ihr später einmal vergönnt wurde [= {vom Schicksal} vergönnt war], zusammen mit ihrem zweiten Mann auf diese Wiese zu gehen, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• [...], εφ’ όσον ούτε αυτή είχε αξιωθεί να γεννηθεί με βοστρύχους. |
[…], da [auch] ihr nicht vergönnt gewesen war, mit schöngewelltem Haupt geboren worden zu sein. [drehte sie sich seit Jahren Locken mit einem heißen Eisenstab] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αλλά κι ο γέρος απ’ την μεριά του το ’χε παράπονο που έζησε τόσα χρόνια χωρίς ν’ αξιωθεί να δει ένα εγγόνι. |
Aber auch der Alte klagte darüber, dass er so alt geworden und es ihm nicht vergönnt worden war, ein Enkelkind zu sehen. [weil seine Söhne kinderlos waren] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Μια από τις πιο μεγάλες χαρές που μπορεί ν’ αξιωθεί ο άνθρωπος στον κόσμο τούτον είναι να ’ναι άνοιξη, να φυσάει αλαφρό αγεράκι και ν’ αρμενίζεις στο Αιγαίο. |
Eine der größten Freuden, deren der Mensch auf dieser Welt teilhaftig werden kann (die dem Menschen auf dieser Welt vergönnt sein kann), ist, dass es Frühling ist, eine leichte Brise weht und man in der Ägäis segelt. [GF: Νίκος Καζαντζάκης // DF: Eigenübersetzung] |
• σαν να μην το αξιώθηκες ποτέ |
als wäre uns dieses Flüchtige nicht [wörtl.: als wäre es (= das zuvor Erwähnte) dir niemals] zugedacht gewesen [so schnell verblasste bzw. entschwand es wieder] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• [...], κι αξιώθηκαν να μάθουν απ’ το στόμα της τι έγινε: [...] |
[…], und so [= weil die von einer Schlange gebissene Evtha wieder zu Bewusstsein gekommen war] konnten sie endlich aus Evthas eigenem Munde erfahren, was geschehen war: […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
3. Sonstiges:
• Κανένα απ’ τα δυο παιδιά δεν αξίωσε να δώσει σημασία σε μια τέτοια ερώτηση. ° Keines der beiden Kinder hielt es für nötig, auf eine solche Frage zu antworten. [iS von: sie waren nicht gewillt zu antworten; sie ignorierten die Frage] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
- ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ...ανυπομονώ (-είς) • Πριν από σαράντα χρόνια περίπου,...
- ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ, -η, -ο...ανύποπτος, -η, -ο 1. Bedeutung allgemein: ΛΚΝ ΛΜΠ που δεν του δημιουργείται η υπόνοια ότι είναι δυνατό να συμβεί κάτι· ανυποψίαστος (σημασία a) π.χ.:...
- ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ, -η, -ο...ανυπόστατος, -η, -ο = aus der Luft gegriffen [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανυποψίαστος, -η, -ο ΛΚΝ ΛΜΠ a) aa) που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κάτι· ανύποπτος π.χ.: • Tους ακολούθησε ανυποψίαστος ότι του είχαν στήσει παγίδα....
- ΑΝΩ...άνω άνω κάτω [bzw.] άνω-κάτω: • Από κει κι ύστερα όλα ήρθαν άνω κάτω. ° Von da an ging es drunter und drüber. // Seitdem geriet alles durcheinander....
- ΑΞΙΑ, η...αξία, η με την αξία μου: • Είχα λοιπόν κερδίσει με την αξία μου τη δυνατότητα της αϋπνίας....
- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, η...αξιολόγηση, η = die Beurteilung* / die Bewertung [zB. der Fähigkeiten eines Menschen, oder von Unterlagen] / [englisch:] evaluation** *[Ι. Αντωνίου-Κρητικού:...
- ΑΞΙΟΛΟΓΩ...αξιολογώ (-είς) = beurteilen / einstufen / bewerten ...
- ΑΞΙΟΧΡΕΟ, το...αξιόχρεο, το = die Bonität / die Kreditwürdigkeit ...
- ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
- ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
- ΑΠΑΝΤΩ...απαντώ (-άς) 1. Grundbedeutung: antworten – z.B.: • απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten) • Ο Κώστας δεν της απάντησε....
- ΑΠΑΝΩ...απάνω s. επάνω ...
- ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
- ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, -η, -ο...απαράδεκτος, -η, -ο • Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ....
- ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
- ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / aufgeben // entsagen:...
- ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ...απαρνούμαι s. απαρνιέμαι ...