άνω


άνω κάτω [bzw.] άνω-κάτω:

• Από κει κι ύστερα όλα ήρθαν άνω κάτω.  °  Von da an ging es drunter und drüber. // Seitdem geriet alles durcheinander.   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

• Μα παραήταν δύσκολα τα χρόνια. Ένας σίφουνας που τα ’φερε όλα άνω-κάτω.   °  Aber die Zeiten [GF: Jahre] waren in der Tat mehr als schwer. Wie wenn ein Wirbelwind durch das Land gefegt wäre und alles durcheinander gebracht hätte.   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΩ...αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω κάτι: a) sich auseinandersetzen mit [zB. mit sich selbst und seinen Problemen] / angehen [ein Pro­blem] / sich stel­len [zB....
  • ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ, η...αντιμετώπιση, η = die Auseinandersetzung (mit / + Gen.) / der Umgang (mit / + Gen.) [zB. mit einem Pro­blem] etc. ...
  • ΑΝΤΙΟ...αντίο • Ευχαριστώ για την πρότασή σας, και πιθανότατα σύντομα να την ξανασυζητήσουμε. Αντίο σας!...
  • ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ, η...αντιπαράθεση, η = die Auseinandersetzung / die Konfrontation ...
  • ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ, η...αντιπαροχή, η • Πραγματικά [...] αγόρασε τότε [...] κάποιο οικόπεδο στην Πολιτεία. [...] Έδωσε, θυμάμαι,...
  • ΑΝΤΡΟΠΑΡΕΑ, η...αντροπαρέα, η = die Männerrunde / die Herrenrunde / die Herren­gesellschaft [zB. auf einer Party] ...
  • ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ...ανυπομονώ (-είς) • Πριν από σαράντα χρόνια περίπου,...
  • ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ, -η, -ο...ανύποπτος, -η, -ο 1. Bedeutung allgemein: ΛΚΝ ΛΜΠ που δεν του δημιουργείται η υπόνοια ότι είναι δυνατό να συμβεί κάτι· ανυποψίαστος (σημασία a) π.χ.:...
  • ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ, -η, -ο...ανυπόστατος, -η, -ο = aus der Luft gegriffen [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανυποψίαστος, -η, -ο ΛΚΝ ΛΜΠ a) aa) που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κάτι· ανύποπτος π.χ.: • Tους ακολούθησε ανυποψίαστος ότι του είχαν στήσει παγίδα....
Nachher:
  • ΑΞΙΑ, η...αξία, η με την αξία μου: • Είχα λοιπόν κερδίσει με την αξία μου τη δυνατότητα της αϋπνίας....
  • ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, η...αξιολόγηση, η = die Beurteilung* / die Bewertung [zB. der Fähig­keiten eines Men­schen, oder von Unterlagen] / [englisch:] evaluation** *[Ι. Αντωνίου-Κρητικού:...
  • ΑΞΙΟΛΟΓΩ...αξιολογώ (-είς) = beurteilen / einstufen / bewerten ...
  • ΑΞΙΟΧΡΕΟ, το...αξιόχρεο, το = die Bonität / die Kreditwürdigkeit ...
  • ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
  • ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
  • ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
  • ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
  • ΑΠΑΝΤΩ...απαντώ (-άς) 1. Grundbedeutung: antworten – z.B.: • απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten) • Ο Κώστας δεν της απάντησε....