ανυποψίαστος, -η, -ο
a) aa) που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κάτι· ανύποπτος π.χ.: • Tους ακολούθησε ανυποψίαστος ότι του είχαν στήσει παγίδα. bb) που δε γνωρίζει τους κινδύνους, που είναι άπειρος, αθώος π.χ.: • Παρέσυρε ανυποψίαστα παιδιά. |
a) (αντώνυμο: υποψιασμένος) |
b) που δεν έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία σχετικά με κάποιο ζήτημα, ώστε να ευαισθητοποιηθεί και να κινητοποιηθεί, που δεν είναι υποψιασμένος π.χ.: • Πολλοί είναι εντελώς ανυποψίαστοι για τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία μας. |
b) αυτός που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις ή τον στοιχειώδη προβληματισμό (για κάτι) (συν.: αδαής, άσχετος) π.χ.: σε θέματα λογοτεχνίας είναι εντελώς ανυποψίαστος |
deutsche Übersetzung:
weitere BSe:
• Ήτανε ψυχές που πίναν ανυποψίαστες κάτω από τον ουρανό το νεράκι του Θεού. ° Für ihn [= für diesen Mann] waren es arglose Geschöpfe, die unter Gottes Himmel dessen Wasser tranken. [sc. die Rebhühner, die er beim Trinken aus einer Wasserlache beobachtete] [wörtl.: Sie waren Geschöpfe, die arglos unter dem Himmel das Wasser Gottes tranken.] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• ο πατρυιός της πάσχιζε […] να διακρίνει κάποια προειδοποίηση σε κάποια απ’ τα τελευταία ανυποψίαστα λόγια της ° bemühte sich ihr Stiefvater, […] in ihren letzten harmlosen Worten [vor ihrem Tod] irgendeine Warnung aufzuspüren [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• "Βολφ;" είπε ανυποψίαστος ο Μάρκος. "Ήξερα έναν Βολφ." ° "Wolf [heißt deine Cousine]?" fragte Markos ohne Hintergedanken. "Ich kannte mal einen [Mann namens] Wolf." [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο (dort ohne Anführungszeichen)]
• Πόσες ευτυχίες, ανυποψίαστα μεγάλες, μάς παραφυλάνε πίσω από τις κακοτυχιές της ζωής. ° Wie viel Glück, wie viel ungeahnt großes Glück hinter den Schicksalsschlägen des Lebens steckt. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
Weitere Wörter:
- ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ, το...αντίκρισμα, το 1) der Anblick: • στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε ° beim Anblick des Blutes wurde er ohnmächtig 2) die Deckung [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΩ...αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω κάτι: a) sich auseinandersetzen mit [zB. mit sich selbst und seinen Problemen] / angehen [ein Problem] / sich stellen [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ, η...αντιμετώπιση, η = die Auseinandersetzung (mit / + Gen.) / der Umgang (mit / + Gen.) [zB. mit einem Problem] etc. ...
- ΑΝΤΙΟ...αντίο • Ευχαριστώ για την πρότασή σας, και πιθανότατα σύντομα να την ξανασυζητήσουμε. Αντίο σας!...
- ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ, η...αντιπαράθεση, η = die Auseinandersetzung / die Konfrontation ...
- ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ, η...αντιπαροχή, η • Πραγματικά [...] αγόρασε τότε [...] κάποιο οικόπεδο στην Πολιτεία. [...] Έδωσε, θυμάμαι,...
- ΑΝΤΡΟΠΑΡΕΑ, η...αντροπαρέα, η = die Männerrunde / die Herrenrunde / die Herrengesellschaft [zB. auf einer Party] ...
- ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ...ανυπομονώ (-είς) • Πριν από σαράντα χρόνια περίπου,...
- ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ, -η, -ο...ανύποπτος, -η, -ο 1. Bedeutung allgemein: ΛΚΝ ΛΜΠ που δεν του δημιουργείται η υπόνοια ότι είναι δυνατό να συμβεί κάτι· ανυποψίαστος (σημασία a) π.χ.:...
- ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ, -η, -ο...ανυπόστατος, -η, -ο = aus der Luft gegriffen [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΝΩ...άνω άνω κάτω [bzw.] άνω-κάτω: • Από κει κι ύστερα όλα ήρθαν άνω κάτω. ° Von da an ging es drunter und drüber. // Seitdem geriet alles durcheinander....
- ΑΞΙΑ, η...αξία, η με την αξία μου: • Είχα λοιπόν κερδίσει με την αξία μου τη δυνατότητα της αϋπνίας....
- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, η...αξιολόγηση, η = die Beurteilung* / die Bewertung [zB. der Fähigkeiten eines Menschen, oder von Unterlagen] / [englisch:] evaluation** *[Ι. Αντωνίου-Κρητικού:...
- ΑΞΙΟΛΟΓΩ...αξιολογώ (-είς) = beurteilen / einstufen / bewerten ...
- ΑΞΙΟΧΡΕΟ, το...αξιόχρεο, το = die Bonität / die Kreditwürdigkeit ...
- ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
- ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
- ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...