απαντώ (-άς)
1. Grundbedeutung:
antworten – z.B.:
• απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten)
• Ο Κώστας δεν της απάντησε. ° Kostas antwortete ihr [auf die Frage] nicht.
• Φρανκ, μου υπόσχεσαι να μου απαντήσεις ειλικρινά σε κάτι που θέλω να σε ρωτήσω; ° Frank, versprichst du mir, mir ehrlich auf etwas zu antworten, das ich dich fragen möchte?
2. Spezialbedeutung (insbesondere in Zusammenhang mit der Sprachlehre):
απαντά * = es steht / es tritt auf [zB. ein bestimmtes Adverb]
*[lt. ΛΚΝ auch (unzutreffend hingegen lt. ΛΜΠ): απαντάται]
z.B.:
• Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα", σημαίνει "την ίδια ημέρα". Το επίρρημα όμως τούτο απαντά συχνότατα και με προσδιορισμό συνήθως ημέρας γιορτής, που εκφέρεται σε ονομαστική ή σε γενική, λ.χ.: "ανήμερα τα Χριστούγεννα", "ανήμερα της Λαμπρής". [aus einem Aufsatz von Εμμανουήλ Κριαράς]
• το όνομα Πλάτων απαντά σε πολλά σημεία αυτής της μελέτης [Δ.Ν. Μαρωνίτης: Το εγκόλπιο της ορθής γραφής]
• μια λέξη που απαντά δύο φορές στον Όμηρο [ΛΜΠ]
• H λέξη αυτή απαντά / απαντάται συχνά στον Όμηρο. (= υπάρχει, εμφανίζεται) [ΛΚΝ]
[ebenso]:
• Die "bad jobs" [sc. schlecht bezahlte Jobs mit geringer sozialer Absicherung (in den USA)] findet man hauptsächlich im Bereich der haushaltsbezogenen Dienstleistungen. ° Οι "bad jobs" απαντούν κυρίως στον τομέα της παροχής υπηρεσιών νοικοκυριού. [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
Weitere Wörter:
- ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανυποψίαστος, -η, -ο ΛΚΝ ΛΜΠ a) aa) που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κάτι· ανύποπτος π.χ.: • Tους ακολούθησε ανυποψίαστος ότι του είχαν στήσει παγίδα....
- ΑΝΩ...άνω άνω κάτω [bzw.] άνω-κάτω: • Από κει κι ύστερα όλα ήρθαν άνω κάτω. ° Von da an ging es drunter und drüber. // Seitdem geriet alles durcheinander....
- ΑΞΙΑ, η...αξία, η με την αξία μου: • Είχα λοιπόν κερδίσει με την αξία μου τη δυνατότητα της αϋπνίας....
- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, η...αξιολόγηση, η = die Beurteilung* / die Bewertung [zB. der Fähigkeiten eines Menschen, oder von Unterlagen] / [englisch:] evaluation** *[Ι. Αντωνίου-Κρητικού:...
- ΑΞΙΟΛΟΓΩ...αξιολογώ (-είς) = beurteilen / einstufen / bewerten ...
- ΑΞΙΟΧΡΕΟ, το...αξιόχρεο, το = die Bonität / die Kreditwürdigkeit ...
- ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
- ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
- ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
- ΑΠΑΝΩ...απάνω s. επάνω ...
- ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
- ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, -η, -ο...απαράδεκτος, -η, -ο • Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ....
- ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
- ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / aufgeben // entsagen:...
- ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ...απαρνούμαι s. απαρνιέμαι ...
- ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΙΜΟΤΗΤΑ, η...απασχολησιμότητα, η • η απασχολησιμότητά τους ihre [= der Studierenden] Vermittelbarkeit am Arbeitsmarkt [bzw....
- ΑΠΕΙΡΟΣ, -η, -ο...άπειρος, -η, -ο • με άπειρη προσοχή ° ungemein vorsichtig [legte sie die Erbse auf die Löffelspitze] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΑΠΗΓΑΝΟΣ, ο...απήγανος,...