περαστικός, ο
• Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι. ° Als Vágalis [nach mehreren Monaten Abwesenheit] nach Zürich [= seinen Studienort] zurückkam, blieb er nur ein paar Tage, er wirkte in seinen eigenen vier Wänden nur wie ein Durchreisender. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
• [...] και κάποιοι μακρινοί συγγενείς περαστικοί από Αθήνα. ° […] und irgendwelche entfernte Verwandte, wenn sie auf der Durchreise in Athen waren. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
- ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησιμοποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...
- ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
- ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...
- ΠΕΝΙΑ, η...πενιά, η = Saitenschlag - Lied [Eideneider, Bd. 3, S. 158] ...
- ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
- ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
- ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
- ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
Nachher:
- ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
- ΠΕΡΙ...περί 1. Grundbedeutungen: a) [Präposition mit Genitiv]: aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:...
- ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
- ΠΕΡΙΟΔΟΣ, η...περίοδος, η 1. [als Begriff der Grammatik]: Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση:...
- ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...