περίπτωση, η


1. Grundbedeutung: der Fall


2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση)  °  es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:

• Υπάρχει η περίπτωση να μην τον τραβάς εσύ σα γυναίκα.

Es kann sein (Es ist möglich / Es ist denk­bar), dass du ihn [in deiner Eigenschaft] als Frau nicht anziehst.

• Υπάρχει περίπτωση να είναι αυτός ο δολοφόνος των δύο δημοσιογράφων;

Kann es sein (Ist es möglich / Ist es denk­bar), dass er der Mörder der zwei Jour­na­­listen ist?


[bzw.]

2.2. δεν υπάρχει περίπτωση  °  es ist ausgeschlossen / es ist nicht denkbar / es kommt nicht in Frage [etc.]:

• Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω τη Μαρία να παντρευτεί αυτόν.

Es ist ausgeschlossen (Kommt nicht in Frage), dass ich [meine Tochter] Maria den heiraten lasse (= dass ich Maria erlaube, den zu heiraten).   [Eigenübersetzung]

• Το Ισραήλ ωστόσο έχει δηλώσει εξαρχής [...] πως δεν υπάρχει περίπτωση να δια­πραγματευτεί με τη Χεζμπολά, που αξιώνει να αφεθούν ελεύθεροι Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι κρατούμενοι στις ισραηλινές φυλακές.

Doch Israel hat von Anfang an er­klärt, dass es aus­geschlossen ist (dass es nicht in Frage kommt), dass es mit der [militanten Moslemorganisation] Hisbollah verhandelt (dass es keinesfalls / dass es bestimmt nicht mit der His­bollah ver­handelt), die for­dert, dass libanesische und palästi­nen­si­sche Gefangene in israeli­schen Gefäng­nissen [im Austausch gegen zwei von ihr entführte israelische Sol­daten] frei gelas­sen werden.  [Eigenübersetzung]

• Δεν υπάρχει περίπτωση, Κρις.

Keine Chance, Chris. [auch wenn du mich noch so sehr darum bittest – ich tue dir diesen Gefallen nicht]

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτούμε τις απαιτήσεις της εταιρείας.

Wir [sc. die Ge­werk­schaft] können die [an die Beleg­schaft gerichteten] Forderungen des Unter­neh­mens auf keinen Fall akzep­tieren.

[GF+DF aus: W. Greider: Endstation Globalisierung]


3. κατά περίπτωση:

a) im jeweiligen Fall / jeweils:

• του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού  °  des im jeweiligen Fall (des jeweils) zu­stän­di­gen Ministers [Genitiv]

b) gegebenenfalls:

• σε υποψήφιες προς ένταξη χώρες και, κατά περίπτωση, σε χώρες της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτνίασης  °  in den Kandidatenländern [für einen EU-Beitritt] und gege­be­nenfalls auch in den Län­dern, die in die Europäische Nachbarschaftspolitik einge­bun­den sind    [GF+DF aus einer EU-Publikation]


4. εν πάση περιπτώσει  °  auf jeden Fall  [Pons]  //  wie dem auch sei  [Σωτηροπούλου: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
  • ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ο...περαστικός, ο • Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι....
  • ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
  • ΠΕΡΙ...περί 1. Grundbedeutungen: a) [Präposition mit Genitiv]: aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:...
  • ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
  • ΠΕΡΙΟΔΟΣ, η...περίοδος, η 1. [als Begriff der Grammatik]: Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση:...
  • ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
  • ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
  • ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
  • ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
Nachher:
  • ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
  • ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
  • ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
  • ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
  • ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζου­έλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
  • ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
  • ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
  • ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......