περιφέρομαι
1) [passive Verwendung]:
• Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας. |
Der Sarg mit dem Leichnam des venezolanischen Präsidenten Hugo Chavez wird [auf einem Auto] durch die Straßen von Caracas geführt. [iS von: in den Straßen herumgeführt (damit die Bevölkerung vom Toten Abschied nehmen kann)] |
2) [reflexive Verwendung]:
• Περπατάει μέχρι να νυχτώσει, άσκοπα και βιαστικά. Περιφέρεται χωρίς σκοπό σ’ ένα μακρύ δρόμο και τις καθέτους που τον τέμνουν ακατάστατα. |
Bis zum Einbruch der Nacht ist sie unterwegs, ziellos und hastig. Ohne Bestimmung streift sie durch eine lange Straße und über die Querstraßen, die sie unregelmäßig schneiden. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Στη σοφίτα [...] κοιμήθηκα καμιά εικοσαριά ώρες. Άλλες τόσες ώρες περιφέρθηκα στα δωμάτια σαν νεκροζώντανη. |
In der Mansarde […] verschlief ich [weibl.] an die zwanzig Stunden. Noch einmal so viele Stunden wanderte ich durch die Zimmer wie scheintot. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Ο πατέρας περιφερόταν όλο νεύρα στο δωμάτιο της κλινικής, [...] |
Völlig nervös drehte der Vater Runden im Klinikzimmer [in dem seine Frau lag] […] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Κι άλλο δεν έκανε παρά να περιφέρεται στις άδειες κάμαρες του σπιτιού, μισόγδυτη, σταματώντας κάθε τόσο μπροστά στον καθρέφτη, [...]. |
Sie tat nichts, wanderte nur durch die leeren Räume des Hauses, halb angekleidet, und blieb immer wieder vor dem Spiegel stehen, […]. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Ο Λουξ περιφερόταν στενοχωρημένος. |
Luchs [Hund] schlich traurig umher. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
Weitere Wörter:
- ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
- ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
- ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
- ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
- ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
- ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
- ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
- ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
- ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
- ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
- ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
- ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
- ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...