πέτρα, η


1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:

φεύγω από ένα μέρος με πρόθεση να μην γυρίσω ποτέ πίσω και ξεχνάω όλα τα δυσάρεστα που μου συνέβησαν εκεί και όλους τους ανθρώπους που γνώρισα εκεί. Συνήθως λέγεται: Θα φύγω και θα ρίξω πέτρα πίσω μου.  [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Α, δεν μπορώ πια να ζήσω άλλο εδώ, με τους θόρυβους, τα καυσαέρια, τους νευρωτικούς ανθρώπους γύρω μου, σ’ αυτό το αφύσικο περιβάλλον ... Θα φύγω και θα ρίξω πέτρα πίσω μου.  [Anm.: θόρυβους !]    [ΛΔΗ] 

[bzw.]

ρίχνω μαύρη πέτρα πίσω μου  °  φεύγω οριστικά από ένα μέρος  [Εμμ.]  //  alle Brücken hinter sich abbrechen (jede Verbindung mit seinem bisherigen Leben, seinem bisheri­gen Verwandten- bzw. Bekanntenkreis end­gül­tig lö­sen)     [AK, S.107]

π.χ.:

• αυτός, τουλάχιστον, έφυγε απ’ το σπίτι του, έριξε μαύρη πέτρα, ζει σαν φτωχός ενώ θα μπορούσε να ζει σαν πλόυσιος  °  er ist [anders als ich] zumindest von zu Hause [von seinem Elternhaus] weggegangen, hat die Brücken hinter sich abgebrochen, lebt wie ein Armer, während er wie ein Reicher leben könnte [Anm.: hier kein "πίσω του" nach "πέτρα"]  [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• s. in diesem Sinne auch: Γ. Γρηγοριάδου-Σουρέλη: Παιχνίδι χωρίς κανόνες, S. 70 (die drei letzten Absätze) + 71


2. όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα τον βρεις: για άνθρωπο που ανακατεύεται σε όλα  [Εμμ.] – π.χ.:

• Η αλήθεια είναι πως όποια πέτρα και να σήκωνες, θα ’βρισκες από κάτω το Λάζαρη ή το Μόσχο ή και τους δύο.  °  Tatsache war, dass Lasaris und Moschos überall ihre Fin­ger drin hatten.      [GF+DF aus: Βαμμ.]

• [praktikable Übersetzung wohl auch (so vermutl. auch in: Ζατέλη: Φως)]: 

auf Schritt und Tritt


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
  • ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
  • ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
  • ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζου­έλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
  • ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
  • ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
  • ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
  • ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
  • ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuch­lings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
  • ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
Nachher:
  • ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
  • ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
  • ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
  • ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
  • ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....
  • ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
  • ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....