πέφτω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε

3. πέφτω έξω

4. πέφτω χαμηλά

5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ

6. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει + Eigenschaft:

     6.1. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει λίγο / λίγος

     6.2. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει πολύ / πολύς

     6.3. (κάτι) μου πέφτει βαρύ

     6.4. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει μεγάλο / μεγάλος

7. την πέφτω (σε)


8. πέφτω στα πόδια: s. unter πόδι, το (Z 4)

9. δεν μου πέφτει λόγος: s. unter λόγος, ο (Z 4)

10. πέφτει σύρμα: s. unter σύρμα, το (Z 2)

11. πέφτει σήμα: s. unter σήμα, το

12. πεσμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort 


1. Grundbedeutungen:

- fallen, stürzen

- sich stürzen*, sich werfen*; sich niederwerfen:

      *[Anm.: s. auch Z 2 d zur Verwendung im (eher) übertragenen Sinn]

• Αν καμιά φορά της πω, γεια χαρά χωρί­ζουμε, θα πέσει απ’ το μπαλκόνι.

Wenn ich ihr [= meiner Frau] eines Tages sagen würde, tschüss, wir trennen uns, würde sie sich vom Balkon stürzen. 

[GF+DF aus: Βαμμ.]

• Αλλά η Ζακλίν [...] στο τέλος της βδομά­δας αυτο­κτόνησε, πέφτοντας με το κεφάλι απ’ τη βεράντα κάτω στο πλακόστρωτο της Σάρον Στρητ.

Aber Jacqueline […] brachte sich am Ende dieser Woche um, indem sie sich kopfüber von der Veranda [neben der Dachkammer] auf die Sharon Street [hinunter-]stürzte.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• είχε σκεφτεί να πέσει στον ωκεανό, με μια μεγάλη θανατερή βουτιά

sie hatte erwogen, sich [vom Schiff] in den Ozean zu stürzen, mit einem gewaltigen Todessprung [um so Selbstmord zu bege­hen]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• όταν η Άννα έπεσε στις γραμμές του τρένου

als sich Anna [in Selbstmordabsicht] auf die Eisen­bahngeleise warf 

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• "[…]", του είπε πέφτοντας μπροστά του, αγκαλιά­ζοντάς τον απ’ τα γόνατα, […]

"[…]", sagte sie und warf sich, seine Knie umfassend, vor ihm nieder, […]  

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε:

a) Verwendung in der Grundbedeutung (Z 1)

       b) [auf etwas im wörtlichen Sinne stoßen]:

• Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω στο δέντρο.

Das Auto fuhr gegen den Baum.  [Pons]

• [...] κι εκείνη έπεσε πάνω στο φορτηγάκι μου.

She drove her car into my truck.

[bzw.]

[…] und sie fährt [= fuhr] mir [mit ihrem Auto] [absichtlich] in den [= in meinen] [Klein-]Laster.

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF (Ton) aus dem Film "Angeklagt"]

• [...] αναγκάζοντας ταξί και λεωφορεία ν’ ανέβουν στα πεζοδρόμια ή να πέσουν σε στήλες ηλεκτρικού

[...] und nötigte Taxis und Busse, [als Aus­weich­manöver] auf den Bürgersteig hoch­zu­fahren oder Strommasten zu rammen

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Δεν είχε προσέξει κι έπεσε πάνω σε μια κολόνα.

Er hatte nicht aufgepasst und war gegen eine Säule gelaufen.   [Pons]

• Έχω πέσει πάνω στο ηλεκτροφόρο σύρμα.

Ich bin gegen den elektrischen Stachel­draht gelau­fen.   [DF+GF aus: Bachmann: Malina]

• έπεσαν επάνω στην αμαξοστοιχία πέντε αγελάδες

…[dass] fünf Kühe […] in unse­ren Schnell­zug gelau­fen sind [und zerstückelt wurden]

[DF+GF aus: Th. Bernhard: Der Stimmen­imitator]

• Ο Ταχίρ πέφτει πάνω στο τραπέζι [...]

Tahir stößt gegen ein Tischbein, […]

[DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• Σηκώνομαι να πάω στο μπάνιο, εκείνη θέλει να μου δείξει πού είναι, πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον, [...]

I get up to go to the loo, she says she'll show me, we bump into each other, […] [Anm.: to bump into sb. = mit jdm. zu­sam­menstoßen] [bzw.]

Ich stehe [vom Sofa (in ihrer Wohnung)] auf, um aufs Klo zu gehen, sie sagt, sie würde es mir zeigen, wir stoßen [unbeab­sichtigt] zusammen, […]

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]


       c) [auf etwas bzw. jemanden im übertragenen Sinne stoßen]:

• έπεσα σε μια αγγελία που [...]

ich stieß auf eine Anzeige, die […]   

[Pons]

• Κατά τη διάρκεια των ερευνών του [...], ο αδελφός μου σύντομα έπεσε πάνω σε έναν τραπεζίτη που έφερε το όνομά μας και ο οποίος σε κάποιον περασμένο αιώνα είχε ιδρύσει μια τράπεζα στην Αλεξάνδρεια.

Im Zuge seiner …[historischen] Studien stieß mein Bruder bald auf einen Bankier unseres Namens, der in einem lang ver­gangenen Jahrhundert eine Bank in Ale­xandria begründet hatte.  [DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Μόνο σε μια ερώτηση έπρεπε να απαντήσει, έτσι κι έπεφτε πάνω στους κατάλληλους ανθρώπους: [...]

Nur eine Frage musste er beantworten, sobald er an die Richtigen geriet: […]

[GF+DF aus: 13 Schreiber schreiben]

• Τι πήγες να πάθεις, χρυσέ μου. Έπεσες σε κανίβαλους.

Was ist dir da zugestoßen, mein Gold­schatz. Du bist unter die Kannibalen gera­ten. [(scherzhafte) Reaktion auf die Schil­de­rung des Partners, der am Morgen eine Geflügelfarm besucht hatte, in der den Hüh­nern die Überreste des geschlachteten Geflügels verfüttert werden]

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Για κακή μας τύχη πέσαμε σ’ έναν μισότρελο ταξιτζή που [...]

Zu unserem Pech hat­ten wir [als wir in ein Taxi stiegen] einen halbverrückten Taxi­fahrer erwischt [*], der […]

[GF+DF aus: Όσες φορές]

*[praktikable Übersetzungsalternative wäre auch: 

"Zu unserem Pech waren wir an einen halbverrückten Taxifahrer geraten"]

• Έπεσα σ’ έναν συνάδελφό μου.

Ich traf zufällig einen Kollegen.  

[Pons]

• Όπως το θέλησε η τύχη, το τέρας έπεσε πάνω μας, καθώς [...]  

[bzw.]  

Το ’θελε η μοίρα μας να πέσουμε πάνω στο τέρας, καθώς [...]

Wie es das Schicksal wollte, lief uns das Monster [= ein unsympathischer Schul­kollege] über den Weg, als […]

[DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Δεν κινδύνευε να πέσει πάνω σε κανέναν Καλότυχο.

Da [sc. wenn er nicht den Lift nahm, son­dern die Stiegen benützte] bestand keine Gefahr, irgendeinem Kalotychos [= der Chefarzt des Spitals] in die Arme zu laufen.

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Έπεσε κατευθείαν πάνω στον Βίλι [...].

Sie lief […] Willy [beim Verlassen des Lokals] direkt in die Arme.  

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Μια μέρα, ξεκινώντας πρωί για τη δουλειά, ο πρώτος άνθρωπος που έπεσαν επάνω ήτανε παπάς.

Eines Tages, als sie früh (in der Früh) zur Arbeit aufbrachen, war der erste Mensch, dem sie [auf der Straße] begegneten (auf den sie trafen / auf den sie stießen / der ihnen über den Weg lief), ein Pope (Pfar­rer).

• Του φαινόταν πως είχε πέσει ναυαγός σε άγνωστο νησί [...]

Es kam ihm vor, als wäre er als Schiff­brüchiger an einer unbekannten Insel gestrandet […]

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]


       d) sich werfen über / sich stürzen auf / herfallen über [etc.]:

• Κι έπεσαν πάνω της με οδυρμούς.

Und wehklagend warfen sie sich über [die tote] Marighó.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• πέφτανε όλοι απάνω μου

alle stürzten sich auf mich / alle fielen über mich her [um mich um Zigaretten anzu­bet­teln; um mich zu bitten, wieder einen Ball zu veranstalten]   [Eigenübersetzung]

• Άλλη καταστροφή [...] / εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, / [...]

Ein anderes Verderben [als das von uns erwartete] […] / bricht plötzlich unaufhalt­sam über uns herein, / […]

[GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka]

[bzw. in ähnlichem Sinne]:

• Έπεσαν και οι τρεις πάνω του να κάνει δωρεά για την επισκευή του Σταδίου: Τόσα χρήματα σου άφησε ο πατέρας σου! Να βοηθήσεις την Ελλάδα!

Sie [sein Onkel und zwei Bekannte] rede­ten zu dritt auf ihn ein, er müsse unbedingt eine Schenkung [= Spende] zur Wieder­her­stel­lung des [Athener] Stadions ma­chen: Dein Vater hat dir so viel Geld hinter­lassen! Du musst [dem bankrotten] Grie­chen­land unter die Arme greifen!

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


3. πέφτω έξω  °  κάνω λάθος (σε έναν υπολογισμό μου) / δεν επαληθεύονται οι προβλέψεις μου / δεν πραγματοποιούνται οι προσδοκίες μου  [ΛΔΗ]  –  π.χ.:

• Από την άλλη, είχα πέσει πολλές φορές έξω με καθηγητές.  °  Andererseits hatte ich mich schon öfter in Lehrern [sc. in der Einschätzung ihrer Persönlichkeit] getäuscht.       [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Δεν έπεσα έξω.  °  Ich lag nicht falsch. [mit meiner Vermutung]  [GF+DF aus: Βαμμ.]


4. πέφτω χαμηλά:

• Οι λαοί (εκείνοι) που [...], ποτέ (τους) δεν θα πέσουν τόσο χαμηλά, ώστε να [...].  °  Die Völker, die …[noch den Fetisch anbeten], werden nie so tief sinken, …[in der Ware eine Seele zu ver­muten].   [DF+GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw. deren griechischen Über­setzungen durch Άγγελος Παρθένης und Σπύρος Δοντάς]


5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ:

• Νωρίς, όπως πάντα, πέσαμε. Όμως ο ύπνος μας ήταν ανήσυχος και κομμένος.  °  Früh wie immer gingen wir zu Bett. Aber unser Schlaf war unruhig und oft unter­bro­chen.   [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Πέσε κοιμήσου!  °  Geh schlafen!    [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Έφαγα κι έπεσα για ύπνο.

• Χτες έπεσε να κοιμηθεί στις πέντε το πρωί. 


6. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει + Eigenschaft:

(μου πέφτει = είναι για μένα   [Begriffserläuterung aus: Ιστορίες σε απλά ελληνικά] )


6.1. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει λίγο / λίγος:

δεν είναι αρκετό για μένα (επειδή π.χ. δικαιούμαι να έχω ή να λάβω περισσότερο) [ΛΔΗ*]  //  δεν μου αρκεί (κάποιος/κάτι)  [ΛΜΠ**]

*(bezogen auf die Formulierung "κάτι μου πέφτει λίγο")

**(bezogen auf die Formulierung "μου πέφτει λίγο")

π.χ.:

• της πέφτει λίγο αυτό το πόσο·θέλει περισσότερα   [ΛΜΠ]

• Ένας εστιάτορας θέλει να προσλάβει μια καθαρίστρια και προσφέρει σε μια γυναίκα γι’ αυτό 4000 δρχ. την ημέρα. Αυτή λέει: "4000 δρχ. την ημέρα μου πέφτει λίγο (ή: μου πέφτουν λίγα)."    [ΛΔΗ]

• Λίγο σου πέφτει τέτοιο σπίτι και διαμαρτύρεσαι;   [ΛΜΠ (BS mit Verweis auf die üblicherweise ironische Verwendung der Phrase)]

• Λίγη του πέφτει τέτοια γυναίκα; Αυτός δεν πιάνει δεκάρα μπροστά της!   [ΛΜΠ]

• Και εντάξει, αυτός έχει κι ένα πτυχίο, έχει διαβάσει και κάποια πράγματα, αλλά της πέφτει λίγος.  °  Er [= Liakopulos] mag vielleicht Akademiker und belesen sein, aber 

er ver­dient Martha nicht. [bzw. eigentlich: aber sie (Martha) hat sich etwas Besseres verdient / aber er ist nicht genug (er ist nichts / er ist zu wenig) für sie]   [GF+DF aus: Βαμμ.]


6.2. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει πολύ / πολύς:

(κάτι) είναι ανώτερο από την αξία ή [...] τις προσδοκίες μου  [ΛΜΠ*]  //  δε μου αξίζει [ΛΚΝ**]  //  [bezogen auf die Formulierung "πολύ του πέφτει":] δεν του αξίζει / είναι υπερβολικά πολύ γι’ αυτόν  [ΛΚΡ] 

*(bezogen auf die Formulierung "μου πέφτει πολύ {κάτι}")

**(bezogen auf die Formulierung "πολύ μου πέφτει")

π.χ.:

• πολύ του πέφτει να κάνουμε τέτοιες θυσίες για χάρη του   [ΛΚΡ]

• Δε συμφωνείς ότι αυτός ο άνδρας της [Anm.: τής] πέφτει πολύς;  [GF aus einem gr. Wörter­buch]

• Η Τσάρλι δεν ήταν για τα κιλά μου: ήταν πολύ όμορφη, πολύ έξυπνη και σπιρτόζα, και γενικά μου έπεφτε πολλή. Εγώ τι είμαι; Μέτριος. Μεσαίων βαρών.  °  Charlie was out of my class: too pretty, too smart, too witty, too much. What am I? Average. A middle­weight.  °  Charlie [= meine frühere kurzzeitige Freundin] war eine Klasse zu hoch für mich [Anm.: bildliche Bezugnahme auf die Gewichtsklassen beim Boxsport]: [sie war] zu hübsch, zu smart, zu geistreich, zu viel [an Qualität (verglichen mit mir)]. Was bin ich? Durch­schnitt. Ein Mittelgewicht.   [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]

• Πολύ1) του πέφτει η γυναίκα που παντρεύτηκε.   [ΛΚΝ]

• Πολύ1) του πέφτει [η Μάρθα] του Λιακόπουλου.  °  Für Liakopulos ist sie [= Martha] viel zu schade. [sc.: eine Frau wie Martha verdient er nicht]   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Μπορεί να γράψει κανείς ένα ολόκληρο βιβλίο γύρω από μια μηδαμινότητα, τη στιγμή που μια αράδα μόνο θα της έπεφτε κιόλας πολύ1).  °  Man kann über eine Null ein Buch schreiben, der man mit einer Zeile zu viel Ehre erwiese.   [DF+GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw. deren griechischer Über­setzung durch Άγγελος Παρθένης]

1) [Anm.: "πολύ" (und nicht "πολλή"), trotz Bezug auf ein Femininum (η γυναίκα, η Μάρθα, η αράδα)]

[vgl. auch (wohl in ähnlichem Sinne)]:

πέφτει πολύ (ohne vorangehendes μου, σου, …):

• Α, όχι, αυτό πέφτει πολύ. [...] Όχι, πάει πολύ, δεν γίνεται.  °  Aa, nein, das geht zu weit! […] Nein, das geht zu weit, das geht nun wirklich nicht. [sc.: Du kannst doch einem Men­­schen, der dich liebt und dem du die Hoffnung nimmst, indem du ihm mitteilst, dass du mit ihm nichts zu tun haben willst, nicht auch noch schreiben, dass du ihm viel Glück für seine Zukunft wünschst]    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


6.3. (κάτι) μου πέφτει βαρύ:

(κάτι) είναι ανώτερο από [...] τις δυνάμεις μου, τις προσδοκίες μου  [ΛΜΠ*]  //  με πιέζει, με στενοχωρεί, μου είναι δύσκολο  [ΛΔΗ**]

*(bezogen auf die Formulierung "μου πέφτει βαρύ {κάτι}")

**(bezogen auf die Formulierung "κάτι μου έρχεται {ή πέφτει} βαρύ")

π.χ.:

• το καθήκον που μου αναθέσατε μου πέφτει βαρύ   [ΛΜΠ]


6.4. (κάτι / κάποιος) μου πέφτει μεγάλο / μεγάλος:

• Τι να θέλει το κορίτσι απ’ αυτόν; Καμιά ερωτική περιπέτεια; Μπα. Δεν μπορεί. Της πέφτει πολύ μεγάλος. Αυτή είναι, δεν είναι είκοσι δύο χρονών.   (μου πέφτει = είναι για μένα)   [Satz und Begriffserläuterung aus: Ιστορίες σε απλά ελληνικά]


7. την πέφτω (σε)  °  φλερτάρω κάποιον (-α) / παρενοχλώ σεξουαλικά  [ΑΓΝ, σ. 101]  –  π.χ.:

• Μην την πέφτεις σε όποια συναντάς στο bar.  [ΑΓΝ]

• Πώς τολμάει [...] να την πέφτει στην Τζένη!  °  Wie kann ...[diese armselige Figur (= Eugen)] es wagen, sich an Jenny heranzumachen! [indem er sie zu einem Rendezvous trifft]

       [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes:

Καλά, πώς τόλμησε {...} να πλησιάσει την Τζένη!] 

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Και δε σου την έπεσε, Τζένη;  °  Und angemacht hat er dich auch nicht, Jenny? [sc.: Er hat dich auch nicht (plump) umworben / mit dir (plump) zu flirten versucht? / Er ist dir auch nicht (verbal) zu nahe getreten (als er sich jetzt mit dir getroffen und unterhalten hat)?]

       [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes:

Τζένη, ούτε καμάκι σου ’κανε;] 

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• [...], τη μεθάει [= την κοπέλα], την πηγαίνει σπίτι του και της την πέφτει.  °  […], [he] gets her drunk [= the girl], and makes a move on her when he takes her home.  °  […], [er] sie betrunken macht und ihr auf die Pelle rückt, als er sie nach Hause bringt.  [Anm.: to make a move on sb. = (umgangssprachlich) jmdn. anmachen]   [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
  • ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
  • ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
  • ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuch­lings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
  • ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
  • ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
  • ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
  • ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
  • ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
  • ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
Nachher:
  • ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
  • ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
  • ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
  • ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
  • ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
  • ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
  • ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...