πηδώ (-άς)


1. Grundbedeutungen:

a) springen:

• πηδώ στο νερό  °  ins Wasser springen

• πηδώ από τη στέγη  °  vom Dach springen

• H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι.  °  Die Katze sprang auf den Tisch.

b) überspringen:

• Ξαναδιάβασέ το, γιατί πήδηξες μια σειρά.  °  Lies es nochmals, denn du hast eine Zeile übersprungen.

• Όσα κεφάλαια του βιβλίου δε σε ενδιαφέρουν, πήδα τα.  °  Überspring alle Kapitel des Buchs, die dich nicht interessieren.


2. als Vulgärausdruck:

συνουσιάζομαι, γαμώ (το ενεργ. κυρίως με υποκείμενο αρσενικό ζώο ή άνθρωπο, το παθ. κυρίως με υποκείμενο θηλ.)  [ΛΚΝ] 

π.χ.:

• Aυτή τη γυναίκα δεν κατάφερε τελικά να την πηδήξει. [ΛΚΝ]

• Πηδιέται με πολλούς άντρες.  [ΛΚΝ]

• Πηδήχτηκαν στην αμμουδιά. (= έκαναν έρωτα)  [ΛΚΝ]

• [Frau:] Τι θες τέλος πάντων; – [Mann:] Να πηδήξω.*

• [Mann:] Μοιάζω με κάποιον που πληρώνει για να πηδήξει; Σου φαίνομαι να πληρώνω για να πηδάω; *

• [Mann zur früheren Partnerin:] Μου την έδωσε γιατί δεν ήθελες να πηδηχτούμε. – [Re­aktion der Frau:] Κουράστηκα να πηδιέμαι επειδή το θες εσύ.*

*[GF (Untertitel) aus dem Film "Antares"]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
  • ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
  • ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
  • ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
  • ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
  • ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
  • ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....
  • ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
Nachher:
  • ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
  • ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
  • ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
  • ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
  • ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
  • ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
  • ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....