πιο


1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]:

Alternativen bzw. Ergänzungen zur Wiedergabe als "normalem" Superlativ in der deutschen Über­set­zung [wenn aus dem griechischen Originaltext kein (unmittelbarer) Vergleichsmaßstab hervorgeht]:

• γιατί ήταν το πιο ξερό κι αγύριστο κεφάλι εκείνος ο άνθρωπος

denn er [wörtl.: jener Mensch] war der sturste und härteste Kopf, den man sich denken konnte

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• το έγραψε με τον πιο μυστικό και πολυμή­χανο τρόπο

hatte sie es auf eine beson­ders einfalls­reiche, versteckte Weise getan [wörtl.: geschrieben]      [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...], ο οποίος απεικόνισε με το χαρακτη­ριστικότερο ζωγραφικό πίνακα την παρά­δοση της πόλης [...]

Jener Maler hat mit einem äußerst charak­ter­vollen Gemälde die Über­gabe der Stadt ...[vom türkischen an den griechischen Kommandan­ten] festgehalten. 

[GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]

• [...] και να του δίνουν την μεγαλύτερη ευτυχία.

[…] und ihm damit das größte Glück auf Erden zu schenken.  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...], ό,τι προξενούσε το μεγαλύτερο και πιο σπαραξικάρδιο γέλιο.

[…], lautes, herz­zerreißendes Gelächter hervor­rufend.*   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 

*[Anm.: In der deutschen Übersetzung also keine Wiedergabe des Superlativs.]


2. πιο πολύ: s. unter πολύ (Z 3)


3. Zur Verwendung von πλέον in der Bedeutung πιο: s. unter πλέον  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
  • ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
  • ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
  • ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
  • ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
  • ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
  • ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
  • ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
Nachher:
  • ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
  • ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
  • ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
  • ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
  • ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
  • ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
  • ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
  • ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wol­ken [...] hingen so tief,...
  • ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...