πιστός, -ή, -ό
1. Grundbedeutungen:
a) treu
b) gläubig
2. όσοι πιστοί προσέλθετε:
"die, die gläubig […] sind, sollen kommen"
Dieser Spruch wird am Ende des griechischen Gottesdienstes gesagt, um die Gläubigen, die vorher an der Beichte teilgenommen haben, aufzufordern, an der Kommunion teilzunehmen. Es kann auch als eine Art Aufforderung gemeint sein – egal, in welchem Bereich sie angewendet wird; es soll bedeuten: Nur die, die reines Gewissen oder die Courage haben, können an der Sache teilnehmen.
[Quelle: Makis im griech. Übersetzungsforum von pauker.at]
s. auch ΛΤΣ, σ. 326
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
- ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
- ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
Nachher:
- ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
- ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
- ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief,...
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...