πλάκα, η
1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου:
• Έπαθα την πλάκα μου. |
Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus. [als ich sah, wie elegant, charmant etc. Charoula geworden war] [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Η Τζένη μ’ έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. Όταν κοίταξα την οθόνη, έπαθα την πλάκα μου. |
Jenny nahm mir die Entscheidung ab [wie ich mein nächstes Mail an sie formulieren sollte]. Als ich auf den [Computer-]Bildschirm sah, dachte ich, mich trifft der Schlag. [sc. vor Überraschung, Staunen etc., denn ich sah, dass von ihr eine E-Mail eingetroffen war] [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Την ίδια πλάκα είχα πάθει κι εγώ, όταν την πρωτοείδα. |
Genauso verdattert [wie Stelios] war [auch] ich gewesen, als ich sie [Maria] zum ersten Mal sah. [sc. verdattert darüber, wie sehr sie ihrer Tante ähnlich schaut] [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• Και τι κοπέλα! Και μορφωμένη και μοντέρνα, η κυρα-Κούλα θα πάθαινε την πλάκα της αν την έβλεπε. |
Und was für eine [junge] Frau [das war, die Sotiris besuchen kam]! Sowohl gebildet als auch modern, Frau Koula [= Sotiris' Mutter] wäre glatt von den Socken, wenn sie sie sehen würde. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
weitere BSe:
• Με τον Αλ Γκορ γνωρίστηκαν στο σχολείο όταν εκείνη ήταν 16 χρόνων. Έβγαινε, τότε, με άλλο αγόρι, αλλά μόλις, λέει, είδε τον Αλ έπαθε την πλάκα της ζωής της και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Είναι παντρεμένοι εδώ και 30 χρόνια και έχουν μια κόρη. [aus einem Bericht über Mary Gore, Ehefrau des US-Präsidentschaftskandidaten des Jahres 2000, Al Gore]
• Να ’ναι καλά ο φίλος μου ο Πέρης [...], που στο πάρτυ που έκανε το περιοδικό του πριν από λίγο καιρό, μου ’δωσε αυτό το καταπληκτικό cd-ακι! Έχω πάθει την πλάκα μου με αυτούς τους Καναδούς! Garage punk έτσι όπως πρέπει να παίζεται! [...] Στο κάτω-κάτω, όταν μιλάμε για garage, δεν θέλουμε κάτι παραπάνω από αυτά! 12 διαμαντάκια προορισμένα για το soundtrack του επόμενου party σας. Μην το αφήσετε να σας ξεφύγει! [Kommentierung der CD einer kanadischen Musikgruppe in einer griech. Musikzeitschrift]
• Έπαθα πλάκα, τέτοιο ωραίο δωμάτιο δεν έχω ξαναδεί. ["Ντέφι" Nr. 11, S. 10, 1.Z. (vgl. auch mehrere weitere Stellen in diesem Βιτάλη-Interview, insbes. S. 9, vorletzter Absatz)]
2. έχω πλάκα:
• Αυτό θα είχε μεγάλη πλάκα, έτσι; ° Wäre das nicht komisch [iS von: erheiternd; lustig] gewesen? [GF+DF aus: Truffaut]
• Δεν αντέχω, έχεις πολλή πλάκα. ° You're so funny, I can't stand it. ° Du bist so komisch [iS von: lustig, witzig], das halt' ich nicht aus. [Ton] [bzw.] Du bist so wahnsinnig witzig. [Untertitel] [GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus dem Film "Angeklagt"]
3. σπάω πλάκα:
• Στο μάθημα της γυμναστικής, οι συμμαθητές του έσπαγαν πλάκα απλώνοντας ύπουλα το πόδι τους έτσι που να [τον] κάνουν [...] να σκοντάφτει, [...] ° Im Turnunterricht machten sich seine Mitschüler einen Spaß daraus, …[ihn] über ihre hinterlistig ausgestreckten Füße stolpern zu lassen, […] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
Weitere Wörter:
- ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
- ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
- ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
- ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
- ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief,...
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...