πλάνο, το
1. [in der Filmsprache]:
a) die Einstellung:
• Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό. |
Jede Einstellung eines Films, von drei bis sechs [sic!] Sekunden Dauer, ist eine Information für den Zuschauer. * |
• Στο πρώτο πλάνο της ταινίας βλέπουμε το κεφάλι ενός ξανθού κοριτσιού που ουρλιάζει. |
Die erste Einstellung des Films ist der Kopf eines blonden Mädchens. Sie schreit. * |
• το τελευταίο πλάνο κάθε σκηνής |
die letzte Einstellung jeder Szene [dieses Films] * |
b) die Aufnahme [bzw. verwandte Begriffe]:
• οι οπερατέρ και οι φωτογράφοι έχουν συγκεκριμένο χρόνο στη διάθεσή τους για να τραβήξουν πλάνα ή φωτογραφίες |
die Kameraleute und die Fotografen haben [bei der Berichterstattung über Gerichtsverhandlungen] eine konkrete [beschränkte] Zeit zu ihrer Verfügung, um (Film-)Aufnahmen oder Fotos zu machen [danach herrscht Film- bzw. Fotografierverbot] [Eigenübersetzung] |
• κινηματογραφώντας μια φορά όλη τη σκηνή σε γενικό πλάνο, άλλη μια φορά σε κοντινό πλάνο, άλλη μια σε γκρο πλαν |
erst drehen sie die ganze Szene in der Totale, dann halbnah und schließlich in Großaufnahmen * |
• δυο τρία κοντινά πλάνα των κατασκόπων |
zwei[-drei] Nahaufnahmen von den Spionen* |
c) das Bild / das Bildfeld:
• Τα πλάνα στην τηλεόραση έδειχναν [...] |
Die Bilder (Die Aufnahmen) im Fernsehen (Die Fernsehbilder / Die Fernsehaufnahmen) zeigten …[Menschen, die vor der Flutwelle auf die Hausdächer geflüchtet waren] [Eigenübersetzung] |
• [...] μια μικροκαμωμένη γριούλα, που μάζευε κοχύλια, περνάει μέσ’ από το πλάνο κοιτάζοντας κατάφατσα το φακό. |
[…] geht [während unserer Filmaufnahmen] eine kleine Alte, die Muscheln gesammelt hat, [ungeplant] durchs Bild und schaut direkt in die Kamera. * |
• μια καμπίνα, την οποία είχα τοποθετήσει έξω απ’ το πλάνο |
eine Kabine außerhalb des Bildfeldes [sc. eine Kabine, die vom Regisseur bei den Film-Dreharbeiten außerhalb des Bildes (sc. für die Zuschauer nicht sichtbar) aufgestellt worden war] * |
d) Sonstiges:
• το γενικό πλάνο ° die Totale * [sc. die Gesamtansicht (eines Raums, eines Gebäudes, eines Fahrzeugs etc.) in einer Filmszene (und nicht bloß ein Ausschnitt)]
*[GF+DF jeweils aus: Truffaut]
2. σε πρώτο / σε δεύτερο πλάνο:
• Είναι πολύ λογικό στα τραγούδια να είναι η φωνή σε πρώτο πλάνο και η μουσική σε δεύτερο. |
Es ist ganz logisch, dass bei den Liedern [im Gegensatz zu Instrumentalnummern etc.] die Stimme [des Sängers] an erster Stelle steht (im Vordergrund steht) und die Musik [sc. die Orchesterbegleitung, die Instrumentierung etc.] an zweiter (im Hintergrund). |
• Εάν η μουσική βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο [...] |
Wenn die Musik in den Hintergrund rückt (zweitrangig wird), […] [zB.: gegenüber den Show-Effekten] |
Weitere Wörter:
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
- ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
- ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
- ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
- ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief,...
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
- ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
- ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...