πλείστος, -η, -ο


1. [allgemein]:

a) zahlreich, sehr viel  [Wendt]  //  (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Έθεσαν πλείστα θέματα προς συζήτηση.   [ΛΚΝ]

• Πρέπει να αντιμετωπιστούν πλείστα προβλήματα.   [ΛΚΝ]

b) ο περισσότερος [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Στις πλείστες των περιπτώσεων αντέδρασε σωστά.   [ΛΚΝ]

• οι πλείστοι  °  die meisten   [GF+DF aus: Wendt]


2. ως επί το πλείστον  [bzw.]  κατά το πλείστον  [bzw.]  το πλείστον:

a) meistens  [Wendt]  //  τις περισσότερες φορές, συχνότατα [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Tα βράδια, ως επί το πλείστον, μένει ξύπνιος ως αργά.   [ΛΚΝ]

b) weit(est)gehend / überwiegend / größten­teils / zum größten Teil [Eigenüber­set­zun­gen]  //  κατά το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα είναι, ως επί το πλείστον, Ευρωπαίοι.  [ΛΚΝ]


3. πλείστοι όσοι (πλείστες όσες, πλείστα όσα)  °  πάρα πολλοί  [ΛΚΝ*]  [bzw.]  πολλοί και διάφοροι (πολλά και διάφορα)  [ΛΜΠ**]

*[unter Nennung der Form πλείστοι όσοι]

**[unter Nennung der Formen πλείστοι όσοι und πλείστα όστα]

π.χ.:

• Aκούστηκαν πλείστα όσα εναντίον του.   [ΛΚΝ]

• πλείστοι όσοι εκδηλώνουν κατά καιρούς ενδιαφέρον για την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής μας   [ΛΜΠ]

• πλείστα όσα παράδοξα συμβαίνουν στην κοινωνία μας   [ΛΜΠ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
  • ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wol­ken [...] hingen so tief,...
  • ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
  • ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληρο­φόρηση που δίνουμε στο κοινό....
  • ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
  • ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
  • ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
  • ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
  • ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Ver­wen­dung des Begriffs zB. in folgenden Wendun­gen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
  • ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
Nachher:
  • ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
  • ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...
  • ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
  • ΠΛΗΡΩΝΩ...πληρώνω 1. πληρώνω τα σπασμένα: s. unter σπάζω (Z 2) 2. πληρώνω τη νύφη: s. unter νύφη, η (Z 2) ...
  • ΠΛΗΣΙΑΖΩ...πλησιάζω 1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]: • πλησίασε ένας κύριος και … [Anm.: intransitiv] ein Herr näherte sich und ......
  • ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
  • ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
  • ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...