πλησιάζω


1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]:

• πλησίασε ένας κύριος και …

[Anm.: intransitiv]

ein Herr näherte sich und ...

[Pons online // drei Punkte im Original]

• με πλησίασε

[Anm.: transitiv]

er/sie näherte sich mir   [Pons online]

• Για ώρες μετά δεν ήθελαν [οι γάτες] να τις πλησιάσει όχι ποντίκι μα ούτε άνθρωπος.

Für mehrere Stunden [danach] durfte nie­mand in ihre [= der Katzen] Nähe kommen, weder Mensch noch Maus. 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• δεν άφηνε να την πλησιάσει άνθρωπος

[er hatte] keinem Menschen erlaubt, in ihre [= seiner Frau] Nähe zu kommen

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• δεν άφησα ούτε πουλί να σε πλησιάσει

ich habe nicht einmal einen Vogel in die [= deine] Nähe kommen lassen [damit du un­gestört bist]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Φοβάμαι να πλησιάσω μη φάω καμμιά κλωτσιά.

Ich habe Angst, in ihre Nähe zu gehen [sc. in die Nähe der Tiere im Stall] und womög­lich einen Tritt zu bekommen.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• μόλις τον πλησίαζες ή του χαμογελούσες ή πήγαινες να του πεις κάτι

sobald jemand sich ihm zuwandte, ihn anlächelte oder ihm etwas sagen wollte

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Πλησίασε πιο κοντά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε.

Sie ging näher zum Spiegel und betrach­te­te sich.    [Anm.: στον καθρέφτη] 

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Πλησίασε λίγο πιο κοντά του, [...]

Sie kam [= trat] ein wenig näher [auf ihn zu], […]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Πλησιάζοντας προς το μέρος τους παρα­τήρησα ότι [...]

Als ich auf die beiden [Per­so­nen] zuging, bemerkte ich, dass […]  

[GF+DF aus: Όσες φορές]


2) [iS von: (zeitlich) nahen / näher rücken / bevorstehen]:

• όσο πλησίαζε η μέρα τους, τόσο και πιο θερμά παρακαλούσαν να [...]

je näher ihr Tag rückte [sc. der Tag, an dem sie (die Buben) zwölf Jahre alt wurden und erst­mals ein Tier schlachten mussten], um so inständiger beteten (sie), […(darum, es möge …)]  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
  • ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
  • ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Ver­wen­dung des Begriffs zB. in folgenden Wendun­gen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
  • ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
  • ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
  • ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
  • ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...
  • ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
  • ΠΛΗΡΩΝΩ...πληρώνω 1. πληρώνω τα σπασμένα: s. unter σπάζω (Z 2) 2. πληρώνω τη νύφη: s. unter νύφη, η (Z 2) ...
Nachher:
  • ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
  • ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
  • ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...
  • ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...
  • ΠΝΙΓΩ...πνίγω • σ’ έπνιγε η ζέστη του Αυγούστου ° die drückende Augusthitze war unerträglich // die Augusthitze war drückend heiß [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΠΝΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...πνιχτός, -ή, -ό • Ο θόρυβος ήταν πνιχτός, σα βόμβος από μελίσσι. ° Der Lärm [im Kesselraum] war gedämpft, wie das Summen einer Biene. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
  • ΠΝΟΗ, η...πνοή, η • ως την ημέρα που [...] άφησε την τελευταία της πνοή ° bis zu dem Tag [...], als sie […] ihren letzten Atemzug tat [= bis zu dem Tag, als sie (sc....
  • ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟΣ, ο...ποδαρόδρομος, ο • ποδαρόδρομο δεν ήθελε, κρύο σπίτι δεν ήθελε ° zu Fuß gehen wollte sie nicht, eine kalte Wohnung wollte sie nicht [GF+DF aus: Βαμμ....
  • ΠΟΔΗΛΑΤΟ, το...ποδήλατο, το 1. Grundbedeutung: das Fahrrad 2. το θαλάσσιο ποδήλατο ° das Tretboot 3. κάνω σε κάποιον τη ζωή ποδήλατο: τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ [ΛΔΗ] – π.χ.:...