πλην
1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:
• σε όλες τις χώρες της ΕΕ πλην του Ηνωμένου Βασιλείου ° in allen EU-Ländern außer (ausgenommen) dem Vereinigten Königreich
2.1) [Konjunktion]: aber, jedoch [Wendt]:
• Σίγουρα θα σας κοστίσει ακριβότερα· πλην θα είστε ξεκούραστοι. ° Sicher wird es Sie teurer kommen [die Party durch ein Catering-Service organisieren zu lassen, als dies selbst zu tun]; aber Sie werden ausgeruht sein [weil Sie sich die Arbeit und den Stress ersparen].
2.2) πλην όμως ° αλλά [ΛΤΣ] / aber, doch [Pons online] – π.χ.:
• Έκοψε το ποτό, πλην όμως, όχι για πολύ. [ΛΤΣ]
• πλην όμως δεν ήθελε να μιλήσει στην αδελφή του την Πέρσα, να της ζητήσει κάποια βοήθεια ° er wollte aber nicht mit seiner Schwester, mit Persa, darüber sprechen, sie um Hilfe bitten [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
3) [Adverb]: minus [Mathematik] [Pons online, Wendt]:
• Λέει ότι στην εξίσωση βγάζει αποτέλεσμα πλην ένα. ° Er sagt, dass er bei der Gleichung als Ergebnis minus eins herausbekommt.
• κάποια απόκλιση η οποία όμως δεν ξεπερνά το συν-πλην 5% ° eine (gewisse) Abweichung, die aber plus-minus 5% nicht überschreitet
Weitere Wörter:
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
- ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
- ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
- ΠΛΗΡΩΝΩ...πληρώνω 1. πληρώνω τα σπασμένα: s. unter σπάζω (Z 2) 2. πληρώνω τη νύφη: s. unter νύφη, η (Z 2) ...
- ΠΛΗΣΙΑΖΩ...πλησιάζω 1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]: • πλησίασε ένας κύριος και … [Anm.: intransitiv] ein Herr näherte sich und ......
- ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
- ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
- ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...
- ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...
- ΠΝΙΓΩ...πνίγω • σ’ έπνιγε η ζέστη του Αυγούστου ° die drückende Augusthitze war unerträglich // die Augusthitze war drückend heiß [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...