πλέον
1) Verwendung in der Bedeutung πιο:
• Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή. ° Der heißeste Tag [im Rahmen der derzeitigen Hitzewelle (mit Temperaturen über 40 Grad)] wird morgen sein.
2) Verwendung in der Bedeutung πια:
• όταν πλέον φοιτούν στο σχολείο |
wenn sie schon die Schule besuchen (schon in die Schule gehen) [sc. Kinder, weil sie das 6. Lebensjahr erreicht haben] |
• πλέον |
jetzt [iS von: mittlerweile, nunmehr (= anders als früher)] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Υπήρχε πλέον ο κυνηγός, σίγουρα υπήρχε, μα τον περισσότερο καιρό έλειπε. |
Es gab ihn nunmehr [im Gegensatz zu früher], den Jäger, es gab ihn sicherlich, aber er war die meiste Zeit nicht da. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• και σπάνια πλέον χάριζε κανένα τριαντάφυλλο σε μια όμορφη δεσποινίδα |
und nur mehr (und nur noch*) selten schenkte er einer hübschen jungen Dame eine Rose [DF (*) + GF aus: Menasse: Vienna] |
• Όλα πλέον περιστρέφονταν γύρω από το παιδί. |
Es ging nur noch um das Kind. [sc.: Die Aufmerksamkeit (der Familie) galt nur noch dem Kind.] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
s. im Übrigen πια
3) … και πλέον ° mehr als ... / über ... [+ numerisch bestimmte Quantität]:
• επί 30 και πλέον χρόνια ° mehr als 30 Jahre lang / über 30 Jahre lang [= seit mehr als (seit über) 30 Jahren] [ist er Journalist]
• [...] τερματίστηκε πριν από 50 και πλέον χρόνια ° ...[die Herrschaft des NS-Regimes] ging vor mehr als 50 Jahren (vor über 50 Jahren) zu Ende
• Ο Μότσαρτ άφησε στις επόμενες γενεές ένα μουσικό κληροδότημα 600 και πλέον μουσικών έργων. ° Mozart hinterließ den nachfolgenden Generationen ein musikalisches Vermächtnis von mehr als (von über) 600 Musikwerken.
Weitere Wörter:
- ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief,...
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
- ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
- ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...
- ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
- ΠΛΗΡΩΝΩ...πληρώνω 1. πληρώνω τα σπασμένα: s. unter σπάζω (Z 2) 2. πληρώνω τη νύφη: s. unter νύφη, η (Z 2) ...
- ΠΛΗΣΙΑΖΩ...πλησιάζω 1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]: • πλησίασε ένας κύριος και … [Anm.: intransitiv] ein Herr näherte sich und ......
- ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
- ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
- ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...
- ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...