Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
- ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
- ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...
- ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
Nachher:
- ΠΛΗΣΙΑΖΩ...πλησιάζω 1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]: • πλησίασε ένας κύριος και … [Anm.: intransitiv] ein Herr näherte sich und ......
- ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
- ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
- ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...
- ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...
- ΠΝΙΓΩ...πνίγω • σ’ έπνιγε η ζέστη του Αυγούστου ° die drückende Augusthitze war unerträglich // die Augusthitze war drückend heiß [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
- ΠΝΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...πνιχτός, -ή, -ό • Ο θόρυβος ήταν πνιχτός, σα βόμβος από μελίσσι. ° Der Lärm [im Kesselraum] war gedämpft, wie das Summen einer Biene. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
- ΠΝΟΗ, η...πνοή, η • ως την ημέρα που [...] άφησε την τελευταία της πνοή ° bis zu dem Tag [...], als sie […] ihren letzten Atemzug tat [= bis zu dem Tag, als sie (sc....
- ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟΣ, ο...ποδαρόδρομος, ο • ποδαρόδρομο δεν ήθελε, κρύο σπίτι δεν ήθελε ° zu Fuß gehen wollte sie nicht, eine kalte Wohnung wollte sie nicht [GF+DF aus: Βαμμ....