πλους, ο


εν πλω  °  κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ]  //  κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας  [Κουτρούλης] 

zB.:

• Εν πλω προς Περαιά. (= Πλέοντας προς τον Πειραιά.)  [Κουτρούλης]

• Το συμβάν έγινε εν πλω.   [Κουτρούλης]

• Εν πλω, 21 Μαρτίου 2002 (= Όντας σε πλοίο, 21 Μαρτίου 2002) (σε επιστολή)   [Κουτρούλης]

• "Συνάντηση εν πλω Μομπούτου – Καμπίλα" [Überschrift einer Zeitungsmeldung*]

*[Anm.: In dieser heißt es unter anderem:

Ο πρόεδρος του Ζαΐρ Μομπούτου Σέσε Σέκο και ο ηγέτης των ανταρτών Λοράν Καμπίλα ετοιμάζονταν χθες για απευθείας συνομιλίες πάνω σ’ ένα πλοίο.]

• "Καπετάνιος πέθανε εν πλω" [Überschrift einer Zeitungsmeldung**]

**[Anm.: In dieser heißt es unter anderem:

{...} πέθανε ξαφνικά στην γέφυρα του μότορσιπ "Λαμπρινή", κατά το ταξίδι του από την Χίο στο Βόλο ο καπετάνιος του Κώστας Σκαμάγκας, 66 χρόνων, κάτοικος Βόλου.]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
  • ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...
  • ΠΛΕΟΝ...πλέον 1) Verwendung in der Bedeutung πιο: • Η πλέον καυτή ημέρα θα είναι η αυριανή....
  • ΠΛΗΝ...πλην 1) [Präposition mit Gen.]: außer [Pons online, Wendt]:...
  • ΠΛΗΡΗΣ, -ης, -ες...πλήρης, -ης, -ες 1. Grundbedeutungen: - voll - vollständig 2. πλήρης (-ης, -ες) ημερών / ετών ° σε πολύ μεγάλη ηλικία [ΛΚΝ] – π.χ.: • Έφυγε πλήρης ημερών....
  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ...πληροφορώ (-είς) 1. Grundbedeutung: informieren 2. πληροφορούμαι: • Όταν πληροφορήθηκα τις παρατηρήσεις του κ. Αγοραστή, [......
  • ΠΛΗΡΩΝΩ...πληρώνω 1. πληρώνω τα σπασμένα: s. unter σπάζω (Z 2) 2. πληρώνω τη νύφη: s. unter νύφη, η (Z 2) ...
  • ΠΛΗΣΙΑΖΩ...πλησιάζω 1) [iS von: sich (einer Person oder Sache) nähern]: • πλησίασε ένας κύριος και … [Anm.: intransitiv] ein Herr näherte sich und ......
  • ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
  • ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
Nachher:
  • ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...
  • ΠΝΙΓΩ...πνίγω • σ’ έπνιγε η ζέστη του Αυγούστου ° die drückende Augusthitze war unerträglich // die Augusthitze war drückend heiß [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΠΝΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...πνιχτός, -ή, -ό • Ο θόρυβος ήταν πνιχτός, σα βόμβος από μελίσσι. ° Der Lärm [im Kesselraum] war gedämpft, wie das Summen einer Biene. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
  • ΠΝΟΗ, η...πνοή, η • ως την ημέρα που [...] άφησε την τελευταία της πνοή ° bis zu dem Tag [...], als sie […] ihren letzten Atemzug tat [= bis zu dem Tag, als sie (sc....
  • ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟΣ, ο...ποδαρόδρομος, ο • ποδαρόδρομο δεν ήθελε, κρύο σπίτι δεν ήθελε ° zu Fuß gehen wollte sie nicht, eine kalte Wohnung wollte sie nicht [GF+DF aus: Βαμμ....
  • ΠΟΔΗΛΑΤΟ, το...ποδήλατο, το 1. Grundbedeutung: das Fahrrad 2. το θαλάσσιο ποδήλατο ° das Tretboot 3. κάνω σε κάποιον τη ζωή ποδήλατο: τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ [ΛΔΗ] – π.χ.:...
  • ΠΟΔΙ, το...πόδι, το 1. Grundbedeutung: der Fuß; das Bein 2. το βάζω στα πόδια: • το ’βαλε στα πόδια ° [er] rannte weg [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] [bzw.]:...
  • ΠΟΙΚΙΛΟΣ, -η, -ο...ποικίλος, -η ,-ο = vielfältig, mannigfaltig [etc.]:...
  • ΠΟΙΟΣ, -α, -ο...ποιος, -α, -ο 1. Grundbedeutungen: - wer [Fragepronomen] - welcher, -e, -es [Fragepronomen] 2. για ποιον (-α, -ο) ... μιλάς; [als rhetorische Frage]:...