ποικίλος, -η ,-ο
= vielfältig, mannigfaltig [etc.]:
• ποικίλο μουσικό πρόγραμμα ° (ein) vielfältiges musikalisches Programm
• οι ποικίλες πρωτοβουλίες που πάρθηκαν ° die vielfältigen Initiativen, die ergriffen wurden
• ποικίλως αρεστός ° liebenswert auf mancherlei Art [war er] [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΛΗΤΤΩ...πλήττω 1) treffen [Kugel, Blitz etc.] / heimsuchen [etc.]: • Από τους 18 πυροβολισμούς που έριξαν οι δράστες, έξι σφαίρες έπληξαν τον Πέτρο. Von den 18 Schüssen,...
- ΠΛΟΚΗ, η...πλοκή, η Zum Verhältnis der (offenbar nahezu synonymen) Begriffe πλοκή und υπόθεση:...
- ΠΛΟΥΣ, ο...πλους, ο εν πλω ° κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με καράβι [ΛΚΝ] // κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας [Κουτρούλης] zB.:...
- ΠΛΩ...πλω εν πλω: s. unter πλους, ο ...
- ΠΝΙΓΩ...πνίγω • σ’ έπνιγε η ζέστη του Αυγούστου ° die drückende Augusthitze war unerträglich // die Augusthitze war drückend heiß [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
- ΠΝΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...πνιχτός, -ή, -ό • Ο θόρυβος ήταν πνιχτός, σα βόμβος από μελίσσι. ° Der Lärm [im Kesselraum] war gedämpft, wie das Summen einer Biene. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
- ΠΝΟΗ, η...πνοή, η • ως την ημέρα που [...] άφησε την τελευταία της πνοή ° bis zu dem Tag [...], als sie […] ihren letzten Atemzug tat [= bis zu dem Tag, als sie (sc....
- ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟΣ, ο...ποδαρόδρομος, ο • ποδαρόδρομο δεν ήθελε, κρύο σπίτι δεν ήθελε ° zu Fuß gehen wollte sie nicht, eine kalte Wohnung wollte sie nicht [GF+DF aus: Βαμμ....
- ΠΟΔΗΛΑΤΟ, το...ποδήλατο, το 1. Grundbedeutung: das Fahrrad 2. το θαλάσσιο ποδήλατο ° das Tretboot 3. κάνω σε κάποιον τη ζωή ποδήλατο: τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΟΔΙ, το...πόδι, το 1. Grundbedeutung: der Fuß; das Bein 2. το βάζω στα πόδια: • το ’βαλε στα πόδια ° [er] rannte weg [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] [bzw.]:...
Nachher:
- ΠΟΙΟΣ, -α, -ο...ποιος, -α, -ο 1. Grundbedeutungen: - wer [Fragepronomen] - welcher, -e, -es [Fragepronomen] 2. για ποιον (-α, -ο) ... μιλάς; [als rhetorische Frage]:...
- ΠΟΛΕΜΙΟΣ, ο...πολέμιος, ο = der Gegner: • Οι οπαδοί και οι πολέμιοί του συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα σημείο: [......
- ΠΟΛΗ, η...πόλη, η 1) die Stadt [allgemein] 2) η Πόλη ° Konstantinopel ...
- ΠΟΛΙΤΕΙΑ, η...πολιτεία, η 1) der Bundesstaat: • η Πολιτεία [bzw.] η πολιτεία ° der [US-]Bundesstaat / der Staat [der USA] [zB. Kalifornien, Texas usw....
- ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ, το...πολίτευμα, το = ~das Staatswesen – zB.: • [......
- ΠΟΛΙΤΙΚΑ, τα...πολιτικά, τα 1) das Zivil (= die Zivilkleidung): • Ποιος ήταν ο νέος με τα πολιτικά; ° Wer war der junge Mann [dort] in Zivil? [sc. jener,...
- ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό (Ι) (= πολιτικός, -ή, -ό)...πολιτικός, -ή, -ό [Anm.: πολιτικός, -ή, -ό ist zu unterscheiden von πολίτικος, -η, -ο !] 1. Grundbedeutungen: a) politisch:...
- ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -η, -ο (ΙΙ) (= πολίτικος, -η, -ο)...πολίτικος, -η, -ο [Anm.: πολίτικος, -η, -ο ist zu unterscheiden von πολιτικός, -ή, -ό !] = που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη,...
- ΠΟΛΛΑ...πολλά s. πολλοί, -ές, -ά ...