πλακώνω
1. [allgemein]:
• Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief, dass sie uns das Herz zusammendrückten. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• [...] και πλακώσαν οι γυναίκες από τα σκούρα διαμερίσματα να γιατρευτούνε ° […] und die Frauen aus den sonnenlosen Appartements kamen in Scharen [zu dem berühmten Psychiater], um sich behandeln zu lassen [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
2. πλακώνομαι [als Ausdruck in der Sprache der Jugendlichen] ° κάνω κάτι υπερβολικά [ΑΓΝ, σ. 143] – π.χ.:
• Πλακώθηκα στα σφηνάκια. [ΑΓΝ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
- ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
- ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
- ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
Nachher:
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...
- ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ο...πλάτανος, ο • ο γερο-πλάτανος ° die alte Platane [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,...
- ΠΛΑΤΕΙΑ, η...πλατεία, η 1. πάμε πλατεία; έκφραση/πρόταση που δηλώνει την επιθυμία κάποιου να πάει σε ένα μέρος να διασκεδάσει και το προτείνει στην παρέα του [ΑΓΝ, σ....
- ΠΛΑΤΗ, η...πλάτη, η έχω πλάτες: έχω έναν ή και πολλούς ανθρώπους που με βοηθάνε, με υποστηρίζουν ή και με καλύπτουν (συνήθως μυστικά) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ, η...πλειοψηφία, η Falsch ist lt. Μάνεσης, S. 72, die Verwendung des Begriffs zB. in folgenden Wendungen: "πλειοψηφία των περιπτώσεων",...
- ΠΛΕΙΣΤΟΝ...πλείστον ως επί το πλείστον [bzw.] κατά το πλείστον: s. unter πλείστος, -η, -ο (Z 2) ...
- ΠΛΕΙΣΤΟΣ, -η, -ο...πλείστος, -η, -ο 1. [allgemein]: a) zahlreich, sehr viel [Wendt] // (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:...