πίνω


Übersicht:

1. Grundbedeutung

2. βάζω να πιω

3. τα πίνω

4. πίνω καπνό

5. πίνω νερό (σε ...)

6. πίνω το αίμα

Anhang: Konjugation (des Aktivs)


1. Grundbedeutung:

trinken


2. βάζω να πιω:

• Έβαλε βιαστικά να πιει από το [...] σλίβοβιτς [...].  °  Sie [meine Mutter] schenkte sich rasch vom […] Sliwowitz nach […].   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


3. τα πίνω  °  πίνω οινοπνευματώδη ποτά  [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Άργησε χτες πάλι ο θείος να έρθει σπίτι. Με κάποιον θα τα ’πινε.   [ΛΔΗ]

• Πάμ’ απόψε να τα πιούμε!  [ΛΔΗ]

• Τότες ερχόταν στην κάμαρά μου και μου ζητούσε να τα πιούμε μαζί.  °  […]; dann [sc.: immer wenn er (= mein Zimmerwirt) leicht betrunken war] kam er zu mir [GF: in mein Zimmer / in meine Kammer] hinauf und forderte mich auf, mit ihm zu zechen.   [DF+GF aus: Ross]


4. πίνω καπνό:

• Η δε Φεβρωνία [...] άρχισε κι αυτή να πίνει καπνό, δηλαδή να καπνίζει, [...]  °  Was Fewronía angeht, so begann sie [iS von: gewöhnte sie sich an] […] zu qualmen, das heißt zu rauchen.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Kursivdruck der GF im Original]

[vgl.auch]:

• Έμεινε σιωπηλός, καταπίνοντας τον καπνό του τσιγάρου του [...]  °  Er blieb schweig­sam, inhalierte den Zigarettenrauch [...]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


5. πίνω νερό (σε ...):

• Έλεγε, έλεγε ... Πως θα τη χάσω κι αυτή [= τη Χαρούλα], όπως τη Μάρθα, πως την πολιορκεί κόσμος και κοσμάκης, μέχρι ένας εφοπλιστής πίνει νερό στ’ όνομά της, πως αυτή αρνείται γιατί ελπίζει ακόμα σε μένα, [...]  °  Er redete und redete … Dass ich auch sie verlieren würde, wie Martha, dass viele Männer hinter ihr her seien, dass sogar ein Reeder sie überaus schätze, dass sie seine Angebote ausschlage, weil sie noch immer auf mich hoffe, […]   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Ούτε καν στον Ντελόπουλο, που έπινε νερό στ’ όνομά της.  °  Auch nicht zu [ihrem Vorgesetzen] Delopoulos, der auf sie schwor. [erzählte die Journa­listin von ihren jeweiligen aktuellen Recherchen]   [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]


6. πίνω το αίμα:

• Το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεν έπινε το αίμα των εργατικών μαζών όπως οι πατεράδες κάποιων γιων βιομηχάνων της Βιέννης, [...]  °  Die Tatsache, dass mein Vater [mit seiner Tätigkeit] keine Scharen von Arbeitern ausbeutete wie die Väter einiger Wiener Industriellensöhne, […]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


Anhang:

Konjugation (des Aktivs):

Präsens

πίνω

πίνεις

πίνει

πίνουμε

πίνετε

πίνουν

Stamm 2*

πιω

πιεις

πιει

πιούμε

πιείτε

πιουν

Aorist

ήπια

ήπιες

ήπιε

ήπιαμε

ήπιατε

ήπιαν

Paratatikos

έπινα

έπινες

έπινε

πίναμε

πίνατε

έπιναν

(+ πίναν{ε})

Imp. I **

---

πίνε

---

---

πίνετε

---

Imp. II **

---

πιες

---

---

πιείτε

(+ πιέ{σ}τε)

---

Παρακείμ.

έχω πιει / έχεις πιει [usw.]

      *) sc. Formen mit Stamm 2 (Aoriststamm) (mit vorangehendem θα, να, όταν, …)

      **) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
  • ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
  • ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
  • ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
  • ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
  • ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
  • ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
  • ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
Nachher:
  • ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
  • ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
  • ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
  • ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
  • ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
  • ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
  • ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
  • ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
  • ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wol­ken [...] hingen so tief,...