πιστεύω
1. [allgemein]:
1.1. πιστεύω + Akk.:
a) jemandem glauben
b) [auch:] glauben an:
• Όποιος βλέπει αυτή την ταινία, καταλαβαίνει πολύ καλά πως την πιστεύατε όταν τη γυρίζατε. ° Es ist eindeutig, wenn man den Film sieht, dass Sie [= Hitchcock] an ihn geglaubt haben, während Sie ihn drehten. [GF+DF aus: Truffaut]
1.2. πιστεύω σε ° glauben an:
• Ο πατέρας μου πιστεύει στο Θεό. ° Mein Vater glaubt an Gott.
• Δεν πιστεύω σε υπερφυσικά φαινόμενα. ° Ich glaube nicht an übersinnliche (übernatürliche) Phänomene (Erscheinungen).
2. πού πιστεύεις; ° woran glaubst du?
• Εσύ πού πιστεύεις? Δηλαδή πιστεύεις στον Θεό των Ορθοδόξων? Πιστεύεις στον Αλλάχ? (και μη μου πεις οτι το ίδιο είναι, μόνο η ονομασία αλλάζει γιατί όταν το ακούω αυτό γελάω) Πιστεύεις στο τίποτα? Πιστεύεις στον Βούδα? Πού ακριβώς πιστεύεις? * [aus einem Beitrag in einem Internet-Forum]
• Και εσύ δηλαδή πού πιστεύεις; Στο θεό; Σε ποιο θεό; Δεν έχει όνομα ο θεός σου; Η λέξη θεός είναι επίθετο φίλτατε και όχι ουσιαστικό. Δεν μπορείς να πεις ο θεός παρά μόνο ο θεός Γιαχβέ, ο θεός Άρης κ.ο.κ. * [aus einem Beitrag in einem Internet-Forum]
*[Anm.: jeweils: πού πιστεύεις]
3. δεν το πιστεύω [als Ausdruck der Überraschung, Verblüffung etc.]:
• "Δεν το πιστεύω!" άνοιξε το στόμα της η Τζούλια. [...] "Αυτό δεν το πιστεύω!" ξαναείπε η Τζούλια. ° "Das darf nicht wahr sein!" [Ausruf der Überraschung bzw. Verblüffung] Julia sperrte den Mund auf. […] "Das darf doch wohl nicht wahr sein!" sagte Julia noch einmal. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• "Δεν το πιστεύω", είπε. ° "Das gibt es doch nicht", sagte er. [als Ausdruck des Erstaunens bzw. der Verblüffung über das eben Gehörte] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
5. θέλω να (το) πιστεύω:
• Θέλω να το πιστεύω. ° [Das] Will ich doch meinen. [dass es (wie Sie gerade sagten) nett war, mich kennenzulernen] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
6. αν θες το πιστεύεις:
• Ο Λούης, αν θες το πιστεύεις, συγκινήθηκε. Παραλίγο να δακρύσει. ° Luis, ob du es glaubst oder nicht, war richtig gerührt. Beinahe hätte er geweint. [GF+DF aus: Βαμμ.]
7. Sonstiges:
• πολυπιστεύω: s. unter πολυ+
Weitere Wörter:
- ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
- ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
- ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
- ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
- ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
- ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...
- ΠΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...πιστός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) treu b) gläubig 2. όσοι πιστοί προσέλθετε: "die, die gläubig […] sind,...
- ΠΙΣΩ...πίσω 1. Grundbedeutungen: a) hinten: • εκεί πίσω έχει μια τρύπα στο σύρμα ° dort hinten gibt es ein Loch im Zaun [wörtl.:...
- ΠΛΑΚΑ, η...πλάκα, η 1. παθαίνω πλάκα [bzw.] παθαίνω την πλάκα μου [bzw.] παθαίνω την πλάκα της ζωής μου: • Έπαθα την πλάκα μου. Ich kam aus dem Staunen nicht mehr raus....
- ΠΛΑΚΩΝΩ...πλακώνω 1. [allgemein]: • Τα σύγνεφα [...] κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. ° Die Wolken [...] hingen so tief,...
- ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ...πλανιέμαι (auch: πλανώμαι) • Το βλέμμα του φοβισμένο, ανήσυχο, πλανήθηκε εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, από το τραπέζι ώς το κοίλωμα της σόμπας. ° Ängstlich,...
- ΠΛΑΝΟ, το...πλάνο, το 1. [in der Filmsprache]: a) die Einstellung: • Κάθε πλάνο, που διαρκεί από τρία μέχρι δέκα δευτερόλεπτα, είναι μια πληροφόρηση που δίνουμε στο κοινό....
- ΠΛΑΝΩ...πλανώ (-άς) zur passiven Form πλανιέμαι (bzw. πλανώμαι) s. eigenes Stichwort ...