πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs]
• Δεν πολυκαταλαβαίνω. |
Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten ausdrücken wollen / meinen] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Δεν πολυκαταλάβαινε τις διαφορές που είχαν οι σοσιαλιστές μεταξύ τους. |
Er [Außenstehender] konnte die Auseinandersetzungen, die die Sozialisten untereinander entzweiten, nicht recht verstehen. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Δεν τα πολυκαταλαβαίνω [τα γράμματα]. |
Ich verstehe sie nicht recht. / Ich verstehe nicht viel von ihnen. [bezogen auf französisch geschriebene Briefe; da ich nicht gut Französisch kann] |
• Άρχισε να μου λέει πράγματα τα οποία δεν πολυκατάλαβα. |
Er begann mir Dinge zu erzählen, die ich nicht (so) recht (die ich nicht ganz) verstand. |
• Δεν πολυπίστεψα την εξήγηση που μου ’δωκε, μα δεν επέμενα. |
Ich glaubte seinen Erklärungen [wörtl.: seiner Erklärung] nicht so ganz, ließ es aber gut sein [sc.: ich fragte nicht weiter nach]. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• αυτό δεν το έχω πολυσκεφτεί |
ich habe mir darüber noch keine rechten Gedanken gemacht [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
Weitere Wörter:
- ΠΟΛΙΤΕΙΑ, η...πολιτεία, η 1) der Bundesstaat: • η Πολιτεία [bzw.] η πολιτεία ° der [US-]Bundesstaat / der Staat [der USA] [zB. Kalifornien, Texas usw....
- ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ, το...πολίτευμα, το = ~das Staatswesen – zB.: • [......
- ΠΟΛΙΤΙΚΑ, τα...πολιτικά, τα 1) das Zivil (= die Zivilkleidung): • Ποιος ήταν ο νέος με τα πολιτικά; ° Wer war der junge Mann [dort] in Zivil? [sc. jener,...
- ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό (Ι) (= πολιτικός, -ή, -ό)...πολιτικός, -ή, -ό [Anm.: πολιτικός, -ή, -ό ist zu unterscheiden von πολίτικος, -η, -ο !] 1. Grundbedeutungen: a) politisch:...
- ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -η, -ο (ΙΙ) (= πολίτικος, -η, -ο)...πολίτικος, -η, -ο [Anm.: πολίτικος, -η, -ο ist zu unterscheiden von πολιτικός, -ή, -ό !] = που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη,...
- ΠΟΛΛΑ...πολλά s. πολλοί, -ές, -ά ...
- ΠΟΛΛΟΙ, -ές, -ά...πολλοί, -ές, -ά 1. Grundbedeutungen: - [Adjektiv]: viele - [hauptwörtlich]: viele, viel(es) [bzw. (alternative Schreibweise)] Viele, Viel(es) 2....
- ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
- ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
- ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
- ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, η...πολυθρόνα, η • Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα. Sie setzten sich,...
- ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
- ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
- ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ, η [bzw.] ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ, η...πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:...
- ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πονεμένος, -η,...
- ΠΟΝΗΡΟΣ, -ή, -ό...πονηρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlau / listig 2. Spezialbedeutung: (καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.:...
- ΠΟΝΩ...πονώ (-άς und [selten] -είς) 1) a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο): • Οι άρρωστοι δεν πονάνε. • Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben?...
- ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
- ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...