πολυθρόνα, η


• Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα.

Sie setzten sich, Thanassis auf den einzi­gen Sessel und Sotiris auf einen Stuhl. 

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Στην αίθουσα αναμονής υπήρχαν μεταλλικές πολυθρόνες με γυαλιστερό σκουρόχρωμο κάλυμμα από πλαστικό, [...].

Im Wartezimmer gab es Metallsessel mit einem glänzen­den [dunkelfarbigen] Plastik­bezug, […]

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• έγειρε την πολυθρόνα, όσο πήγαινε πιο πίσω, και την έκανε κρεβάτι

er klappte den Stuhl [sc. einen Camping­stuhl] ganz zurück und machte ihn [so] zu einem Bett   [Eigenübersetzung]

• η κουνιστή πολυθρόνα

der Schaukelstuhl

• η ψάθινη πολυθρόνα

der Korbsessel



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ, το...πολίτευμα, το = ~das Staatswesen – zB.: • [......
  • ΠΟΛΙΤΙΚΑ, τα...πολιτικά, τα 1) das Zivil (= die Zivilkleidung): • Ποιος ήταν ο νέος με τα πολιτικά; ° Wer war der junge Mann [dort] in Zivil? [sc. jener,...
  • ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό (Ι) (= πολιτικός, -ή, -ό)...πολιτικός, -ή, -ό [Anm.: πολιτικός, -ή, -ό ist zu unterscheiden von πολίτικος, -η, -ο !] 1. Grundbedeutungen: a) politisch:...
  • ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -η, -ο (ΙΙ) (= πολίτικος, -η, -ο)...πολίτικος, -η, -ο [Anm.: πολίτικος, -η, -ο ist zu unterscheiden von πολιτικός, -ή, -ό !] = που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη,...
  • ΠΟΛΛΑ...πολλά s. πολλοί, -ές, -ά ...
  • ΠΟΛΛΟΙ, -ές, -ά...πολλοί, -ές, -ά 1. Grundbedeutungen: - [Adjektiv]: viele - [hauptwörtlich]: viele, viel(es) [bzw. (alternative Schreibweise)] Viele, Viel(es) 2....
  • ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
  • ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
  • ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
  • ΠΟΛΥ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Δεν πολυκαταλαβαίνω. Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten aus­drücken wollen / meinen] [DF+GF aus:...
Nachher:
  • ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
  • ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
  • ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ, η [bzw.] ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ, η...πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:...
  • ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πονεμένος, -η,...
  • ΠΟΝΗΡΟΣ, -ή, -ό...πονηρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlau / listig 2. Spezialbedeutung: (καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.:...
  • ΠΟΝΩ...πονώ (-άς und [selten] -είς) 1) a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο): • Οι άρρωστοι δεν πονάνε. • Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben?...
  • ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
  • ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...
  • ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...