πονώ (-άς und [selten] -είς)
a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο):
• Οι άρρωστοι δεν πονάνε.
• Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben? [wenn der Arzt den Verband an meiner Hand wechselt]
• Πού πονάς; – Πονώ στο στομάχι / στην πλάτη.
b) [in Zusammenhang mit Körperteilen oder Organen, die mit Schmerz behaftet sind, bzw. mit Vorgängen, die auf Körperteile oder Organe (oder auf das Gemüt) einwirken]:
aa) wehtun / schmerzen / Schmerzen verursachen:
• πονάει το χέρι μου / το στομάχι μου
• το χαλασμένο δόντι πονά
• Λες να πονάει πολύ; ° Meinst du, es wird sehr wehtun? [sc. das Wechseln des Verbandes an meiner Hand]
bb) μου [bzw.*] με πονά(ει) / πονεί ... = mir tut … weh / mich schmerzt:
*[s. ΛΜΠ, S. 1469, sowie Moser-Philtsou, Lehrbuch, S. 163]
• Μου πονάει το κεφάλι. [Σιγαλός, σ. 140]
• μου [bzw.] με πονά(ει) το κεφάλι μου / η κοιλιά μου / η καρδιά μου
• μου [bzw.] με πονούν τα πόδια μου
• Ο χαμός του με πόνεσε. ° Sein Tod [sc. der meines Vaters] schmerzte mich. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
c) leiden [psychisch; großen Kummer empfinden]:
• πόνεσα πολύ, όταν έμαθα το θάνατό του
2) [jemandem] wehtun (προκαλώ πόνο σε κάποιον) [körperlich oder psychisch]:
• Μη μου σφίγγεις το χέρι τόσο δυνατά! Με πονάς!
• Σε πονάει η ένεση;
• Η αχαριστία του με πόνεσε βαθιά.
• Με πονάει να βλέπω τη γυναίκα που αγάπησα με άλλον. [= "Es" (sc. der Umstand) tut mir weh, …]
a) [mit jemandem] mitfühlen / Mitleid haben (αισθάνομαι συμπόνια):
• Την πονάω την καημένη, μα τι να της κάνω;
• Δεν πονά καθόλου τους γέρους γονείς του.
• Κανείς δεν πόνεσε για μένα· μόνος μου τα πέρασα όλα. [Anm.: hier πονώ + για]
b) an etwas hängen (αισθάνομαι ιδιαίτερη αγάπη ή ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι / έχω συναισθηματική σχέση με κάτι /
s. auch ΛΔΗ: "πονάω" μερικές φορές σημαίνει αγαπάω, λαχταράω, πεθυμάω):
• Όσο σκληρός κι αν είναι με τους γονείς του, κατά βάθος τούς πονάει.
• Το πονώ το χωριό μου· τόσα χρόνια έζησα εκεί!
• Την πονά τη δουλειά του!
• Ο (ξενιτεμένος) Θανάσης πονάει πολύ το σπίτι του. [ΛΔΗ]
• Δεν μας πονάει πια ο Αντώνης! Μας ξέχασε. [ΛΔΗ]
Weitere Wörter:
- ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
- ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
- ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
- ΠΟΛΥ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Δεν πολυκαταλαβαίνω. Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten ausdrücken wollen / meinen] [DF+GF aus:...
- ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, η...πολυθρόνα, η • Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα. Sie setzten sich,...
- ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
- ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
- ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ, η [bzw.] ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ, η...πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:...
- ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πονεμένος, -η,...
- ΠΟΝΗΡΟΣ, -ή, -ό...πονηρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlau / listig 2. Spezialbedeutung: (καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.:...
- ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
- ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...
- ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...
- ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, η...πορτοκαλιά, η • Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λεβέντες! Έτσι να κάνω, βρήκα συντάκτες! Γεμάτος ο κόσμος από αθλητικούς συντάκτες!...
- ΠΟΣΟΣ, -η, -ο...πόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Θεέ μου τι ευτυχισμένη εποχή, πόσα όνειρα κι ελπίδες μέσα στην αθλιότητα. Πόσα σχέδια για το μέλλον....
- ΠΟΤΑΜΙ, το...ποτάμι, το 1. το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω: Redewendung, die etwa folgende Bedeutung hat: ~Die Zeit lässt sich nicht zurückdrehen. / ~Was vergangen ist,...
- ΠΟΤΕ (Ι) (= πότε)...πότε [Anm.: πότε ist zu unterscheiden von ποτέ !] 1. Grundbedeutung: wann [Fragewort] 2. πότε-πότε ° ab und zu / hin und wieder 3. πότε …, πότε … ° einmal …,...
- ΠΟΤΕ (ΙΙ) (= ποτέ)...ποτέ [Anm.: ποτέ ist zu unterscheiden von πότε !] 1. Worttyp: Adverb / επίρρημα 2. Bedeutung: a) jemals b) [mit Verneinung:] nie / niemals 3. πάλαι ποτέ: s....
- ΠΟΥ (Ι)...που [Anm.: που ist zu unterscheiden von πού !] Übersicht: 1. Worttyp 2. Bedeutungen unter anderem 3. (weitere) BSe zur Funktion als Relativpronomen 4....