πονεμένος, -η, -ο


• πατούσε τώρα τον πονεμένο κρόταφο

sie drückte [jetzt] die eine Hand auf die [infolge des Sturzes und des Aufpralls auf einem Blumentopf]  schmerzende Schläfe

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• στο πονεμένο κεφαλάκι σου

auf deinem leidgeprüften Köpfchen [sc. jenem eines kleinen Mäd­chens, dem auf­grund einer Krankheit die Haare ausge­fal­len waren]  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• τα πονεμένα χαρακτηριστικά

die schmerzgezeichneten Gesichtszüge

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• ο πονεμένος άνθρωπος

der gemarterte [iS von: geplagte / von Leid heimge­suchte] Mensch  

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• μέσα στο πονεμένο μου μυαλό 

in mein gepeinigtes Gehirn [hinein]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• ως τα πονεμένα κόκαλα

bis zu den [durch Fußmärsche und Strapa­zen] ge­schun­denen Knochen [durchdrang mich dieses Gefühl des Jammers]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Καλή κοπέλλα είναι, πονεμένη, εργατική.

Ein gutes Mädchen ist sie, hat viel durch­gemacht, ist tüchtig. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• κάποιες άτεκνες πονεμένες γυναίκες

manch[e] kinderlose, [deshalb] unglück­li­che Frau[en]  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• το αργό πονεμένο τραγούδι

das langgezogene, schmerzvolle Lied

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• είναι μια ολόκληρη ιστορία, πονεμένη και δακρύβρεχτη

das ist eine Geschichte für sich, leidvoll und tränen­reich 

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• κι η φωνή του ήταν μαλακιά, πονεμένη

und seine Stimme war sanft, voller Kum­mer [als er das sagte] 

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Τον κοίταξε παράξενα, πονεμένα, [...].

Sie warf ihm nur einen befremdeten Blick zu, voller Schmerz, [...]. 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Τότες το δέντρο έτριζε πονεμένο σύρριζα, κατόπι έγερνε αργά και μεγαλόπρεπα και γκρεμιζότανε, [...]

Dann knirschte der Baum schmerzerfüllt bis zu den Wurzeln, neigte sich langsam und erhaben und schlug zu Boden, […] [Be­schrei­bung des Baum­fällens]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]




Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΟΛΛΑ...πολλά s. πολλοί, -ές, -ά ...
  • ΠΟΛΛΟΙ, -ές, -ά...πολλοί, -ές, -ά 1. Grundbedeutungen: - [Adjektiv]: viele - [hauptwörtlich]: viele, viel(es) [bzw. (alternative Schreibweise)] Viele, Viel(es) 2....
  • ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
  • ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
  • ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
  • ΠΟΛΥ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Δεν πολυκαταλαβαίνω. Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten aus­drücken wollen / meinen] [DF+GF aus:...
  • ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, η...πολυθρόνα, η • Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα. Sie setzten sich,...
  • ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
  • ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
  • ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ, η [bzw.] ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ, η...πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:...
Nachher:
  • ΠΟΝΗΡΟΣ, -ή, -ό...πονηρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlau / listig 2. Spezialbedeutung: (καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.:...
  • ΠΟΝΩ...πονώ (-άς und [selten] -είς) 1) a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο): • Οι άρρωστοι δεν πονάνε. • Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben?...
  • ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
  • ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...
  • ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...
  • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, η...πορτοκαλιά, η • Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λεβέντες! Έτσι να κάνω, βρήκα συντάκτες! Γεμάτος ο κόσμος από αθλητικούς συντάκτες!...
  • ΠΟΣΟΣ, -η, -ο...πόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Θεέ μου τι ευτυχισμένη εποχή, πόσα όνειρα κι ελπίδες μέσα στην αθλιότητα. Πόσα σχέδια για το μέλλον....
  • ΠΟΤΑΜΙ, το...ποτάμι, το 1. το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω: Redewendung, die etwa folgende Bedeutung hat: ~Die Zeit lässt sich nicht zurückdrehen. / ~Was vergangen ist,...
  • ΠΟΤΕ (Ι) (= πότε)...πότε [Anm.: πότε ist zu unterscheiden von ποτέ !] 1. Grundbedeutung: wann [Fragewort] 2. πότε-πότε ° ab und zu / hin und wieder 3. πότε …, πότε … ° einmal …,...