πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η
s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:
Συχνά στην Κοινή Νεοελληνική γλώσσα ακούγονται ή γράφονται διπλά και, κάποτε, πολλαπλά ισοδύναμα γλωσσικά στοιχεία. Το γλωσσικό αυτό φαινόμενο ονομάζεται
Διπλοτυπία ή Διπλομορφία, όταν τα γλωσσικά στοιχεία (οι τύποι, οι μορφές της λέξης) είναι δύο:
πράγμα – πράμα / δένουμε – δένομε
και
Πολυτυπία ή Πολυμορφία, όταν τα γλωσσικά στοιχεία είναι πολλά:
αγαπιόνταν – αγαπιόντουσαν – αγαπιόντανε – αγαπιόσαντε κτλ.
Τα γλωσσικά αυτά στοιχεία είναι:
• Φωνητικοί τύποι της ίδιας λέξης:
φασόλι – φασούλι / ηγούμενος – γούμενος / σχολείο – σχολειό /
αγωνίσθηκα – αγωνίστηκα / έφθασε – έφτασε /
Μυτιληναίος – Μυτιληνιός
• Σύνθετες λέξεις:
καρδιοχτύπι – χτυποκάρδι
• Διπλές λέξεις για το ίδιο πράγμα:
κόκορας – πετεινός / παντζάρι – κοκκινογούλι / ανάκτορο – παλάτι /
οικία – σπίτι
• Μορφολογικοί τύποι:
πραματευτές – πραματευτάδες / ήμαστε – ήμασταν /
της πόλεως – της πόλης / παρηγορούμαι – παρηγοριέμαι
• Διπλό γένος:
ο κρίνος – το κρίνο / οι βράχοι – τα βράχια
• Συντακτικές εκφράσεις:
σου δίνω – σε δίνω / μου αρέσει – με αρέσει
Weitere Wörter:
- ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, -η, -ο (ΙΙ) (= πολίτικος, -η, -ο)...πολίτικος, -η, -ο [Anm.: πολίτικος, -η, -ο ist zu unterscheiden von πολιτικός, -ή, -ό !] = που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη,...
- ΠΟΛΛΑ...πολλά s. πολλοί, -ές, -ά ...
- ΠΟΛΛΟΙ, -ές, -ά...πολλοί, -ές, -ά 1. Grundbedeutungen: - [Adjektiv]: viele - [hauptwörtlich]: viele, viel(es) [bzw. (alternative Schreibweise)] Viele, Viel(es) 2....
- ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
- ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
- ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
- ΠΟΛΥ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Δεν πολυκαταλαβαίνω. Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten ausdrücken wollen / meinen] [DF+GF aus:...
- ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, η...πολυθρόνα, η • Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα. Sie setzten sich,...
- ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
- ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
- ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πονεμένος, -η,...
- ΠΟΝΗΡΟΣ, -ή, -ό...πονηρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlau / listig 2. Spezialbedeutung: (καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.:...
- ΠΟΝΩ...πονώ (-άς und [selten] -είς) 1) a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο): • Οι άρρωστοι δεν πονάνε. • Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben?...
- ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
- ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...
- ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...
- ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, η...πορτοκαλιά, η • Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λεβέντες! Έτσι να κάνω, βρήκα συντάκτες! Γεμάτος ο κόσμος από αθλητικούς συντάκτες!...
- ΠΟΣΟΣ, -η, -ο...πόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Θεέ μου τι ευτυχισμένη εποχή, πόσα όνειρα κι ελπίδες μέσα στην αθλιότητα. Πόσα σχέδια για το μέλλον....
- ΠΟΤΑΜΙ, το...ποτάμι, το 1. το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω: Redewendung, die etwa folgende Bedeutung hat: ~Die Zeit lässt sich nicht zurückdrehen. / ~Was vergangen ist,...