πονηρός, -ή, -ό
1. Grundbedeutung: schlau / listig
2. Spezialbedeutung:
(καθημ.) αυτός που αναφέρεται στον έρωτα με άσεμνο τρόπο [ΛΜΠ] (συν.: άσεμνος) // ~unanständig / ~anzüglich / ~frivol
π.χ.:
• την πλησίασε με πονηρούς σκοπούς [ΛΜΠ]
• Δεν κάνουν τίποτε πονηρό! Απλώς συναντιούνται και τα λένε. [ΛΜΠ]
• πονηρό ανέκδοτο [ΛΜΠ]
• μα συνάμα καταλάβαινε πως εκείνα τα γέλια του Πακαλάκου [...] είχαν κάποιο λόγο, κάποια πονηρή θύμηση ° zugleich aber begriff sie, dass jenes Lachen, das [der geistig etwas zurückgebliebene und oft grundlos lachende] Pakalákou […] ausgestoßen hatte […(immer wenn davon die Rede war, wie er früher einmal Ioulía gesehen hatte)], einen Grund gehabt hatte, eine nicht ganz so harmlose Erinnerung war [denn er hatte damals mitangesehen, wie Ioulía von einem Mann geküsst wurde] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
3. οι ημέρες είναι πονηρές:
Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ή σε κάποιους ότι πρέπει να προσέξουν. [Νατσ., σ. 36]
[bzw.]
(μτφ.) η χρονική περίοδος που είναι γεμάτη σκάνδαλα, εξαιτίας κάποιου επικρατούντος κακού *
π.χ.:
• Αυξήθηκαν τα κρούσματα χρηματισμού των υπαλλήλων· αι ημέραι πονηραί εισι. [ΛΤΣ]
Weitere Wörter:
- ΠΟΛΛΟΙ, -ές, -ά...πολλοί, -ές, -ά 1. Grundbedeutungen: - [Adjektiv]: viele - [hauptwörtlich]: viele, viel(es) [bzw. (alternative Schreibweise)] Viele, Viel(es) 2....
- ΠΟΛΛΟΙΣ...πολλοίς εν πολλοίς: s. unter εν ...
- ΠΟΛΛΟΣΤΟΣ, -ή, -ό...πολλοστός, -ή, -ό για πολλοστή φορά ° zum x-ten Mal [Pons] / zum wiederholten Mal [Ζατέλη: Φως] ...
- ΠΟΛΥ [Adverb]...πολύ [Adverb] 1. Grundbedeutungen: a) sehr // viel (bzw.: zu viel): • είμαστε πολύ ευτυχισμένοι ° wir sind sehr glücklich • Διαβάζω πολύ, διάβαζα ανέκαθεν πολύ....
- ΠΟΛΥ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...πολυ+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Δεν πολυκαταλαβαίνω. Ich verstehe nicht ganz. [was Sie mit dem Gesagten ausdrücken wollen / meinen] [DF+GF aus:...
- ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, η...πολυθρόνα, η • Κάθισαν, ο Θανάσης στη μοναδική πολυθρόνα κι ο Σωτήρης σε μια καρέκλα. Sie setzten sich,...
- ΠΟΛΥΣ, ΠΟΛΛΗ, ΠΟΛΥ [Adjektiv]...πολύς, πολλή, πολύ [Adjektiv] = viel zB.: • Ήπιε δυο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη. ° Er trank zwei Tassen Tee mit viel Zucker....
- ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ, η...πολυτέλεια, η έχω την πολυτέλεια (+ Gen.) ° sich etwas erlauben (sich etwas leisten) können [zB.:...
- ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ, η [bzw.] ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ, η...πολυτυπία, η [bzw.] πολυμορφία, η s. dazu Χρίστος Τσολάκης / Σοφία Τσολάκη: Από τα ρήματα στα ρήματα, σ. 17 + σ. 20:...
- ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πονεμένος, -η,...
- ΠΟΝΩ...πονώ (-άς und [selten] -είς) 1) a) Schmerzen haben (αισθάνομαι πόνο): • Οι άρρωστοι δεν πονάνε. • Λες να πονέσω; ° Meinst du, ich werde Schmerzen haben?...
- ΠΟΠΟ...πόπο! [bzw.] ποπό! s. πώπω / πωπώ ...
- ΠΟΡΤΑ, η...πόρτα, η τρώω πόρτα: δεν με αφήνει ο πορτιέρης να μπω στο μαγαζί [ΑΓΝ, σ. 59] π.χ.: • Όχι, δεν τρώμε πόρτα,...
- ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...
- ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, η...πορτοκαλιά, η • Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λεβέντες! Έτσι να κάνω, βρήκα συντάκτες! Γεμάτος ο κόσμος από αθλητικούς συντάκτες!...
- ΠΟΣΟΣ, -η, -ο...πόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Θεέ μου τι ευτυχισμένη εποχή, πόσα όνειρα κι ελπίδες μέσα στην αθλιότητα. Πόσα σχέδια για το μέλλον....
- ΠΟΤΑΜΙ, το...ποτάμι, το 1. το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω: Redewendung, die etwa folgende Bedeutung hat: ~Die Zeit lässt sich nicht zurückdrehen. / ~Was vergangen ist,...
- ΠΟΤΕ (Ι) (= πότε)...πότε [Anm.: πότε ist zu unterscheiden von ποτέ !] 1. Grundbedeutung: wann [Fragewort] 2. πότε-πότε ° ab und zu / hin und wieder 3. πότε …, πότε … ° einmal …,...
- ΠΟΤΕ (ΙΙ) (= ποτέ)...ποτέ [Anm.: ποτέ ist zu unterscheiden von πότε !] 1. Worttyp: Adverb / επίρρημα 2. Bedeutung: a) jemals b) [mit Verneinung:] nie / niemals 3. πάλαι ποτέ: s....