πιάνω
1.1. Grundbedeutungen:
- ergreifen, fassen, packen
- angreifen, anfassen
- erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb]
- fangen [zB. einen Fisch]
- [Platz] einnehmen [iS von: innehaben bzw. beanspruchen]
- [passiv/reflexiv (= πιάνομαι)]: sich festhalten, sich anhalten
u.a.
1.2. weitere Bedeutungen allgemein:
a) [einen Rundfunksender etc.] empfangen, hereinbekommen
b) εννοώ / καταλαβαίνω [ΛΔΗ] – π.χ.:
• Αυτές τις φιλοσοφίες δεν μπορώ να τις πιάσω. [ΛΔΗ]
• Τι είπες; Δεν το ’πιασα. [ΛΔΗ]
2. με πιάνει ...[το παράπονο, μια χαρά, μια βροχή, το κρασί etc.]:
• [...], την έπιανε το παράπονο, σιγόκλαιγε, γονάτιζε κι έκανε την προσευχή της. |
[...], überkam sie [= die Mutter] der Kummer, und sie weinte leise vor sich hin, kniete nieder und betete. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• μ’ έπιασε μια ξαφνική χαρά |
mich erfasste plötzlich Freude [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Χαχάνιζε όλο και πιο φωναχτά, έτσι που σ’ έπιανε φόβος να την ακούς. |
Sie [die Frau] lachte unentwegt und immer schrecklicher, so dass man das Fürchten bekam, wenn man sie hörte. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Δεν με πιάνει ύπνος, Φρεντ. [Anm.: kein Artikel vor "ύπνος"] |
I can't sleep, Fred. [bzw.] Ich kann nicht [ein]schlafen, Fred. |
• την άλλη νύχτα μ’ έπιασε μια ψιλή κι επίμονη βροχή |
in der folgenden Nacht geriet ich in einen feinen Dauerregen [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• αν την έπιανε καμμιά ξαφνική μπόρα |
wenn sie [sc. die Frau] von einem plötzlichen Unwetter überrascht wurde [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Ο ηθοποιός Έλρηφ, που αμέσως τον έπιανε το κρασί, [...] |
Der Schauspieler Elrief, dem der Wein sofort zu Kopf stieg, […] [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
3. πιάνω σπίτι:
• όταν οι Βολφ γύρισαν από την Υεμένη, έπιασαν σπίτι στο Ζάμαλεκ ° als die Wolfs [= Herr und Frau Wolf] aus dem Jemen [nach Kairo] zurückkehrten, bezogen sie ein Haus in [dem Stadtteil] Samalek [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
4. πιάνομαι ° [u.a.] μουδιάζει ή γίνεται δυσκίνητο ή πονάει ένα μεγάλο μέρος του σώματός μου [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Πιάστηκα απ’ την μέση και κάτω. [ΛΔΗ]
• Κουράστηκα πολύ και σήμερα είμαι στο κρεβάτι, πιασμένος (μου πονάνε χέρια και πόδια και δεν μπορώ να περπατήσω). [ΛΔΗ]
[bzw.]
πιάνεται ένα μέρος του σώματός μου (π.χ. το χέρι μου, το πόδι μου, ο σβέρκος μου κτλ.) ° μουδιάζει ή γίνεται δυσκίνητο ή πονάει [ΛΔΗ]
π.χ.:
• πιάστηκε η μέση μου ° (ελαφριά) ich habe mir den Rücken verspannt / (για τα καλά) ich habe einen Hexenschuss [Pons]
• Πιαστήκανε τα χέρια μου απ’ το σκάψιμο. [ΛΔΗ]
• Πιάστηκε η μέση του απ’ την ορθοστασία. [ΛΔΗ]
• Μην κατεβάσεις μόνος σου τα πράγματα στο υπόγειο. Θα πιαστούν τα πόδια σου! [ΛΔΗ]
5. πιάνει τόπο: s. unter τόπος, ο (Z 2)
6. πιάσε κόκκινο: s. unter κόκκινος, -η, -ο
Weitere Wörter:
- ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
- ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
- ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....
- ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
- ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
- ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
- ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
- ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
- ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
- ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
- ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
- ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
- ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
- ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
- ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...
- ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...πιστοποίηση, η • για την αξιολόγηση, διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας ° [Mechanismen] für die Bewertung,...