πετώ (-άς)
1. Grundbedeutungen:
a) fliegen
b) werfen
c) wegwerfen
d) πέταγομαι: springen
2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:
• Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά. ° Als ich [aus dem Laden] nach draußen kam, war ich außer mir vor Freude. [darüber, dass mich der Ladenbesitzer angestellt hatte] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
3. Bezeichnung einer Artikulationstätigkeit:
• Η Γιούλιε [...] συνέχισε έτσι, πετώντας όσες λέξεις της έρχονταν στο νου, [...] ° Julie [...] machte so [mit dem Reden] weiter, sie stieß alle Wörter, die ihr in den Sinn kamen, aus, [...] [GF+DF aus: Όσες φορές]
• κάποια στιγμή η μητέρα μου πέταξε μάλιστα τη φράση "[...]" ° irgendwann ließ meine Mutter [im Gespräch] sogar die Formulierung "[...]" fallen [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
4. [alltagssprachlich:] Bezeichnung einer Beförderungsleistung (sc.: jemand an einen gewünschten Ort bringen):
(καθημ.) μεταφέρω (κάποιον) στον προορισμό του με μεταφορικό μέσο [ΛΜΠ] // (οικ.) μεταφέρω κάποιον κάπου κοντά και στα γρήγορα (με όχημα) [ΛΚΝ]
π.χ.:
• πάρε ένα ταξί να σε πετάξει μέχρι την πλατεία [ΛΜΠ]
• με πετάς μέχρι το γραφείο; [ΛΜΠ]
• Πέταξέ με ως το σπίτι· εδώ παρακάτω μένω. [ΛΚΝ]
• Ίσως με πετάξουν μέχρι το ινστιτούτο αισθητικής. ° Maybe they'll give me a lift to the beauty parlor.* ° Vielleicht nehmen sie mich bis zum Kosmetiksalon mit. [sc. meine Tochter und ihr Bräutigam (die jetzt mit dem Auto wegfahren werden)] [GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
*[Anm.: to give a lift to sb. / to give sb. a lift ° jdn (im Auto) mitnehmen (Pons)]
Weitere Wörter:
- ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
- ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
- ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
- ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
- ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
- ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
- ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
- ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
- ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
- ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
- ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....
- ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
- ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
- ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
- ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
- ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
- ΠΙΑ...πια (bzw. πλέον) Bedeutungsübersicht: 1) (τώρα) πια ° inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an 2) schon / bereits 3) noch [bzw....
- ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....