περμαγγανάτ(ο), το
(auch: περμαγκανάτ / περμαγκανάντ)
Στην ταινία «Οι ατέλειωτοι αρραβώνες» υπάρχει μία σκηνή όπου ο ντετέκτιβ (τον οποίο έχει προσλάβει η πρωταγωνίστρια προκειμένου να βρει τον αγαπημένο της) έχει επισκεφτεί μία πόρνη η οποία τον πλένει ενώ σε μία επόμενη σκηνή βλέπουμε την κοπέλα όρθια να πλένεται κι η ίδια πάνω από κάτι που μοιάζει σαν καρέκλα στην οποία είναι προσαρμοσμένο κάτι που μοιάζει με μικρή λεκάνη. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο περμαγγανάτ(ο) (ΚMnO4) και εντυπωσιάστηκα με την επιμονή του σκηνοθέτη στην ιστορική ακρίβεια. |
[Quelle: http://cuzcar.blogspot.com/ ("Προμηθέας"), Eintragung vom 13. März 2005, mit der διόρθωση vom 3. April 2005]
[...] ... κοίτα να σε βάλει και περμαγκανάντ, ψιθύρισε ο Θανάσης με ύφος πολύξερου, καθώς περνούσε ο Πέτρος από δίπλα του [...] [Γιώργος Κάτος: Η αγία αλητεία, S 57 f.]
Weitere Wörter:
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
- ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
- ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
- ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
- ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
- ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
- ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
- ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
- ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
- ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
- ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
- ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
- ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
- ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....