περμαγγανάτ(ο), το

(auch: περμαγκανάτ / περμαγκανάντ)


Στην ταινία «Οι ατέλειωτοι αρραβώνες» υπάρχει μία σκηνή όπου ο ντετέκτιβ (τον οποίο έχει προσλάβει η πρωταγωνίστρια προκειμένου να βρει τον αγαπημένο της) έχει επισκεφτεί μία πόρνη η οποία τον πλένει ενώ σε μία επόμενη σκηνή βλέπουμε την κοπέλα όρθια να πλένεται κι η ίδια πάνω από κάτι που μοιάζει σαν καρέκλα στην οποία είναι προσαρμοσμένο κάτι που μοιάζει με μικρή λεκάνη. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο περμαγγανάτ(ο) (ΚMnO4) και εντυπωσιάστηκα με την επιμονή του σκηνοθέτη στην ιστορική ακρίβεια. 


Δεν ήξερα πώς να το αποκαλώ το περμαγγανάτο, ουσία, συστατικό, χημική ένωση: αποφάσισα να λέω ότι είναι μία ουσία αφού δεν είμαι χημικός και αφού δεν με ενδιαφέρει καθόλου η σύστασή του όσο η χρήση του. Φτιάχτηκε για πρώτη φορά το 1659 (ένα άλλο όνομά του είναι – στα αγγλικά – Condy’s crystals) και οι πρώτοι φωτογράφοι το χρησιμοποιούσαν ως συστατικό στη σκόνη του φλας. Είναι εύφλεκτο ούτως η άλλως, ιδίως αν ανακατευτεί με ζάχαρη και έρθει σε επαφή με φωτιά. Τον 19ο αιώνα άρχισε να κυκλοφορεί ευρύτερα στο εμπόριο και χρησιμοποιήθηκε συχνά για τον καθαρισμό του πόσιμου νερού και γενικότερα για απολυμαντικό των χεριών, για αντισηπτικές πλύσεις σε εκζέματα, στον γυναικείο κόλπο μετά τη γέννα (μολονότι ήταν διαδεδομένη η χρήση του και σε παράνομες εκτρώσεις χάρη στις βλάβες που μπορούσε να προκαλέσει στη μήτρα η εισαγωγή του μέσω του αιδοίου) αλλά χρησίμεψε και σ’ άλλες περιπτώσεις, ακόμα και σαν αντίδοτο σε δηλητηρίαση από φώσφορο (αν και το ίδιο το περμαγγανάτο είναι θανατηφόρο σε μεγάλες ποσότητες). Φαίνεται πως η χρήση του περιορίστηκε επειδή πρόκειται για πολύ ισχυρή και επικίνδυνη ουσία, εύφλεκτη, που μπορεί να βλάψει τον ανθρώπινο οργανισμό σε περιπτώσεις κατάποσης ή παρατεταμένης χρήσης στο δέρμα, ενώ χρωματίζει έντονα οτιδήποτε έρχεται σε επαφή με αυτό: λέγεται ότι στο στρατό όπου χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό του νερού αποσύρθηκε γιατί προκαλούσε μαύρους λεκέδες στα δόντια.


Μία χρήση την οποία ήξερα και από συζητήσεις με μεγαλύτερους αλλά και από δικά μου διαβάσματα είναι για τον καθαρισμό των γεννητικών οργάνων στους οίκους ανοχής, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο Πετρόπουλος στο "Μπουρδέλο" αναφέρει: 


"Θυμάμαι πολύ καλά ότι, η πόρνη Λέλα [...] είχε στην κάμαρή της ένα γραμμόφωνο. Καλοριφέρ δεν είχε. Κάθε δωμάτιο είχε τη σόμπα του. Πάνω στο κομό η κλασική λεκάνη, η κλασική κανάτα και το κλασικό μπουκάλι με το υπερμαγκανάτ."


Επιβεβαιώνει ότι με το περμαγγανάτο γίνονταν πλύσεις. Δεν ξέρω γιατί το αναφέρει ως υπερμαγκανάτ. Παρετυμολογία ίσως με πρώτη λέξη το "υπέρ";* Πρέπει να αναφέρω ότι στη στερεή του μορφή είναι μωβ ενώ ανακατεμένο με νερό, σε υγρή πια μορφή, παίρνει διάφορα χρώματα από ροζ μέχρι σκούρο μωβ ανάλογα με την αναλογία του στο διάλυμα (ο Καββαδίας το είπε "βυσσινί"). Περίμενα να το βρω και στο ερωτολογικό λεξικό του Μαρουλή ("Κώδηξ ερωτολογίας" - 1933) αλλά δεν το βρήκα ούτε στο Υ ούτε στο Π – ούτε λόγος για τα σύγχρονα λεξικά, Μπαμπινιώτη και Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Μία άλλη λογοτεχνική αναφορά είναι στον "Βασιλιά των Δύο Σικελιών" του Αντρέι Κουσνιέβιτς (ξεφύλλισα όλο το βιβλίο αλλά δεν μπόρεσα να ξαναβρώ το χωρίο), μα η πιο σημαντική και δυνατή είναι στο τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Καββαδίας τρεις μέρες πριν το θάνατό του: 


"Πικρία 

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι

και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,

τον έρωτα που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, 

και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,

και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα

με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,

για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

[...]

7-2-1975"


*) Περμαγγανάτο (μία διόρθωση):

Πριν από μερικές βδομάδες είχα γράψει για το περμαγγανάτο:

"Δεν ξέρω γιατί το αναφέρει [ενν. ο Πετρόπουλος] ως υπερμαγκανάτ. Παρετυμολογία ίσως με πρώτη λέξη το «υπέρ»;"


Τελικά τη λύση έδωσε κάποιος ανώνυμος σχολιαστής που εξήγησε ότι η γραφή του Πετρόπουλου δεν προερχόταν από παρετυμολογία αλλά από το γεγονός ότι πραγματικό [richtig wohl: πραγματικά] το πρώτο συνθετικό είναι το "υπερ-":


"Πληροφοριακά λοιπόν, η ένωση αυτή λέγεται «υπερμαγγανικό κάλιο». Άλλη πληρο­­φορία δεν έχω γιατί το κείμενο ήταν εντυπωσιακά αναλυτικό!"


[Quelle: http://cuzcar.blogspot.com/ ("Προμηθέας"), Eintragung vom 13. März 2005, mit der διόρθωση vom 3. April 2005] 


[vgl. auch:]

[...] ... κοίτα να σε βάλει και περμαγκανάντ, ψιθύρισε ο Θανάσης με ύφος πολύξερου, καθώς περνούσε ο Πέτρος από δίπλα του [...]  [Γιώργος Κάτος: Η αγία αλητεία, S 57 f.]

 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
  • ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
  • ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
  • ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
  • ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
  • ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
  • ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
  • ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζου­έλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
Nachher:
  • ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
  • ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
  • ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
  • ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuch­lings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
  • ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
  • ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
  • ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
  • ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
  • ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....