πια

(bzw. πλέον)


Bedeutungsübersicht:

1) (τώρα) πια  °  inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an

2) schon / bereits

3) noch [bzw. allenfalls:] nur noch / nur mehr [etc.]

4) Sonstiges


Übersetzungsbeispiele:


        1) (τώρα) πια  °  inzwischen / mittlerweile / nun(mehr) / jetzt // dann / von da an:

• Η μέση επιβάρυνση της Γης με ραδιενέργεια [...] βρίσκεται πια σε καρκινογόνα ύψη.

Die radioaktive Durchschnittsbelastung der Erde […] liegt inzwischen in krebserre­gen­­den Höhen.    [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• αποτέλεσμα μιας απόλυτα πια αφομοιωμένης τεχνικής εμπειρίας

als Ergebnis einer inzwischen vollkommen verinner­lichten technischen Erfahrung

[GF+DF aus einem Text von Γιάννης Ρίτσος (in "Kalimerhaba")]

• αυτά τα δάνεια […] αποτελούν τώρα πια το μεγαλύτερο μέρος των δανείων

diese …[besonderen] Kredite machen inzwischen den Hauptteil aller Kredite aus 

[DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• η Γκρέτε, μαθήτρια γυμνασίου πια, [...]

Grete, inzwischen Gymnasiastin, [...]

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• την είχα μάθει πια

ich kannte sie mittlerweile zur Genüge

[Anm.: GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

• "[...]", είπε η Φεβρωνία που, όλα πια, γύρω απ’ τον καημό της τα ’βλεπε να στριφο­γυρίζουν.

"[...]", sagte Fewronía, die mittlerweile alles auf den eigenen Kummer be­zog. 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Αγαπητέ πατέρα, περάσανε πια τρία χρόνια από τότε που απέκτησα αυτό το βιβλίο.

Lieber Vater, nun sind drei Jahre ver­gan­gen, seitdem ich dieses […] Buch be­sitze.

[GF+DF aus: Kalimerhaba]

• Υπήρχε πλέον ο κυνηγός, σίγουρα υπήρχε, μα τον περισσότερο καιρό έλειπε.

Es gab ihn nunmehr [im Gegensatz zu früher], den Jäger, es gab ihn sicherlich, aber er war die meiste Zeit nicht da.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• […] αν επιθυμούσε να πεθάνει πια ή να ζήσει άλλο τόσο

[…], ob er [sc. der alte Mann] sich wünsch­te, nunmehr zu sterben oder noch einmal so viele Jahre zu leben

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Όταν έφτασε κοντύτερα, πίσω του πια, πέντε βήματα τους χώριζαν, είδε […]

Als sie näher kam, nunmehr hinter ihm stand, nur fünf Schritte trennten sie von­einan­der, sah sie […]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Γιατί ο Τρίστρομ πήγαινε πια κάθε βράδυ και την έβλεπε στην πίστα, αλλά [...]

Denn Tristram besuchte jetzt jeden Abend den Nachtklub, um sie [= Lisa] auf der Bühne zu sehen, aber […]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Έπρεπε πλέον ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή της διαπιστώνοντας και όχι ελεώντας.

Ich hatte mich ihrem Fall jetzt mit Fest­stel­lun­gen und nicht mit Mitleid zuzuwenden.

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Οδηγούσα και μοτοσικλέτα με "σάιντ-καρ". Ύστερα έμαθε ο Κώστας και οδηγούσε πια αυτός.

Ich fuhr auch Motorrad mit einem Bei­wa­gen. Danach (= Später) lernte Kostas [mein Mann] (fahren), und jetzt / und nun­mehr (und dann / und von da an) fuhr (= lenkte) er.

• κι όταν πια έφθασαν στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού

und als sie dann am Tor des königlichen Hauses angekommen waren

[GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka]


        2) schon / bereits:

• Έγινα πια τόσο δημοφιλής, ώστε όποιος με βρίζει, γίνεται δημοφιλέστερος κι από μένα.

[Anm.: vgl. auch die Übersetzung durch Σπύρος Δοντάς:

Είμαι ήδη τόσο δημοφιλής, ώστε όποιος με βρίζει γίνεται δημοφιλέστερος από εμένα.]

Ich bin schon so populär, daß einer, der mich beschimpft, populärer wird als ich. [Aphorismus von Karl Kraus]

[DF + GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw. deren griechischer Über­set­zung durch Άγγελος Παρθένης]

• Αργά το βράδυ, αφού κάποιοι είχαν πια φύγει, ήρθαν ο Νίκος και η Μαρία.

Spät am Abend, nachdem manche [der Gäste] schon gegangen waren, kamen Nikos und Maria. 

• αργότερα, όταν πια ήταν γιατρός, [...]

später, als er schon Arzt war, ...[spielte er als Hobby immer noch Klavier]

• Αφού πια όλοι χάσαμε την ελπίδα [,] ας την κρατήσει ο Μπατής.

Nachdem bereits wir alle die Hoffnung auf­gegeben haben, soll wenigstens Batis sie behalten.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


        3) noch

               [bzw. in Verbindung mit Ausdrücken des Mangels, wie ελάχιστα (-ος, -η, -ο) / λίγος (- η, -ο)]:

               nur noch [wenige (etc.)] / nur mehr [wenige (etc.)] / (kaum) noch / (kaum) mehr:

• Ως πότε πια, συλλογιζόταν, ως πότε αυτή η ζωή;

Wie lange noch? grübelte er. Wie lange noch dieses [armselige] Leben?

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Σα να μπορούσανε πια να τον ενοχλούν ένα ζευγάρι στραβοβαλμένα ματογυάλια.

Als ob ihn [den Toten] eine schiefsitzende Brille  noch stören könnte. [so widersinnig rückte ich ihm seine verrutschte Brille zurecht]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Και η δημοκρατία συνιστά πια μόνο μια ωραία ιδέα.

Und Demokratie ist nur noch eine schöne Idee.     [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• Στην ίδια την Ιαπωνία το δάσος βροχής καλύπτει τώρα πια μόνο 3,9% του 

εδάφους.

Japans eigener Regenwald bedeckt nur noch 3,9% der Landesfläche.

[DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• Το σπίτι που έμεναν ήταν κι αυτό δικό της, όπως και τα λεφτά που ζούσανε, μια κι ο Τρίστρομ έβγαζε πια μονάχα από τα βιβλία του, δηλαδή ίσα ίσα για να πίνει.

Das Haus, in dem sie wohnten, gehörte ihr [= Tristrams Frau] ebenso wie das Geld, von dem sie lebten, denn Tristram ver­dien­te [nach dem Aufgeben seines Bürojobs] ja nur noch sein Autorenhonorar, also gerade mal so viel, um ab und zu einen zu heben.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• [...] κι ύστερα πια θα έμενε μονάχα το ταβάνι.

[...], [dann (wenn alle Wände mit Bil­dern behängt sein würden)] bliebe nur noch die Decke [zum Aufhängen von Bildern] übrig.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Είχαν αρχίσει να αραιώνουν και οι παρέες με τους φίλους. Μόνο στου Βασίλη πια, κάπου κάπου, γινόταν κανένα πληκτικό συναπάντημα.

Auch die Runden (Zusam­men­künfte) mit den Freunden begannen selten zu werden. Nur bei Vasilis fand noch hin und wieder (irgend)ein langweiliges Treffen statt. 

• στο απάνω πάτωμα του σπιτιού σπάνια ανεβαίναμε πια

in das obere Stockwerk des Hauses gin­gen wir nur mehr (nur noch*) selten hinauf

[GF + DF (*) aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

•  και σπάνια πλέον χάριζε κανένα τριαντάφυλλο σε μια όμορφη δεσποινίδα

und nur mehr (und nur noch*) selten schenk­te er einer hübschen jungen Dame eine Rose 

[DF (*) + GF aus: Menasse: Vienna]

• όμως η μητέρα της τη φρόντιζε ελάχιστα πια

aber ihre Mutter kümmerte sich kaum noch um sie * / aber ihre Mutter kümmerte sich kaum mehr um sie / aber ihre Mutter küm­merte sich nur mehr (nur noch) (ganz) wenig um sie

[DF (*) + GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Είδα ότι στην κόκα-κόλα μου είχαν απομείνει ελάχιστες πια φυσαλίδες.  //  Διαπίστωσα ότι στην κόκα κόλα μου υπήρχαν πια πολύ λίγες φυσαλίδες.

Ich stellte fest, dass es in meiner Cola nur noch sehr wenige Blasen gab. [die Koh­­len­­säure also bereits weitgehend verraucht war]

[DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Αν και το φως του ήλιου έπεφτε πια αμυδρό στο δάσος, η φοβερή καμπάνα του καύσωνα κρεμόταν ακόμα πάνω από το ξέφωτο.

Obgleich die Sonne [infolge starker Be­wöl­kung bei bevorstehendem Gewitter] nur noch als diffuses Licht über dem Wald lag, hing die schreckliche Hitzeglocke noch immer über der Lichtung. 

[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]


        4) Sonstiges:

• Ωω, σταματήστε πια εσείς οι δύο!

Ach, hört's doch auf [zu streiten], ihr zwei!   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Zu der Zeit, da sie den Fluss erreicht hat­ten, war es noch kalt gewesen. Nach eini­gen Tagen hatte sich das Wetter beruhigt. Endlich Frühling!

[GF+DF aus: Α. Σαμαράκης: Το ποτάμι] 

• Θέλω να γυρίσω πια κοντά σου, κοντά στη Λέσβο, κοντά στ’ αγαπημένα μας τα πράματα.

Ich will endlich [vom Kriegsdienst als Sol­dat (hier in Makedonien)] zurückkehren zu Dir, nach Lesbos, zu unseren geliebten Dingen.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Όσο για το πώς τον κλάψανε οι φίλοι τον Ρασκόλνικοφ, αυτό πια είναι κάτι που δεν μπορώ να σας το πω.

Was das anbelangt, wie die Freunde um Raskolnikov trauer­ten [von dessen Tod euch ich soeben erzählt habe], das ist nun wirklich etwas, was ich [euch] nicht erzäh­len kann.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Ναι. Πόση ώρα χρειάζεται πια για να υιοθετήσεις ένα μωρό;

Ja. [die beiden (die ein Baby adoptieren wollen) sind schon seit über einer Stunde bei der zuständigen Beamtin der Fürsorge­behörde] Wie lange kann es [denn] schon dauern, ein Baby zu adoptieren? [iS von: Es kann doch nicht so lange dauern, …]

[bzw.]

Yeah. How long does it take to adopt a baby, any­how?

[GF, DF (jeweils Untertitel) und EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

[Anm.: zu "anyhow" vgl. leo.org: What is the use anyhow? ° Was nützt das schon?]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
  • ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
  • ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
  • ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....
  • ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεφωτισμένος, -η, -ο = aufgeklärt [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΗΓΑΔΑΚΙ, το...πηγαδάκι, το στήνουμε πηγαδάκι: mehrere Leute stehen (im Kreis) zusammen und unterhalten sich [AK, S.108] – in diesem Sinne zB.:...
  • ΠΗΓΑΙΝΩ...πηγαίνω s. πάω ...
  • ΠΗΔΩ...πηδώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) springen: • πηδώ στο νερό ° ins Wasser springen • πηδώ από τη στέγη ° vom Dach springen • H γάτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι....
  • ΠΗΧΤΟΣ, -ή, -ό...πηχτός, -ή, -ό • Από κείνη τη νύχτα έβρεχε συνέχεια, οι δρόμοι πλημμύρισαν κι έγιναν πηχτή λάσπη....
  • ΠΙ, το...πι, το στο πι και φι ° γρήγορα / αμέσως [ΛΔΗ] – π.χ.: • Πήγε και γύρισε στο πι και φι....
Nachher:
  • ΠΙΑΝΩ...πιάνω 1.1. Grundbedeutungen: - ergreifen, fassen, packen - angreifen, anfassen - erwischen, (zu) fassen (bekommen) [zB. einen Dieb] - fangen [zB....
  • ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ, η...πιθανότητα, η 1. Grundbedeutung: die Wahrscheinlichkeit 2. υπάρχει πιθανότητα ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΙΚΡΑΙΝΩ...πικραίνω • Μπορεί να πικράθηκα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα τις θέσεις μου. ° Mag sein, dass ich enttäuscht wurde, aber das bedeutet nicht,...
  • ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πικραμένος, -η, -ο • οι γυναίκες που περάσανε πικραμένη ζωή ° die Frauen [...], die ein schweres Leben hinter sich haben [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΠΙΝΩ...πίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. βάζω να πιω 3. τα πίνω 4. πίνω καπνό 5. πίνω νερό (σε ...) 6. πίνω το αίμα Anhang: Konjugation (des Aktivs) 1....
  • ΠΙΟ...πιο 1. ο (η / το) πιο ... (bzw.: o -ερος / η -ερη / το -ερο) [Superlativ]: Alternativen bzw....
  • ΠΙΣΣΑ, η...πίσσα, η 1. Grundbedeutung: der Teer / das Pech 2. [in adjektivischer Verwendung]: pechschwarz: • Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη....
  • ΠΙΣΤΕΥΩ...πιστεύω 1. [allgemein]: 1.1. πιστεύω + Akk.: a) jemandem glauben b) [auch:] glauben an: • Όποιος βλέπει αυτή την ταινία,...
  • ΠΙΣΤΗ, η...πίστη, η 1.1. Grundbedeutung: der Glaube 1.2. Definition:...