περί
1. Grundbedeutungen:
a) [Präposition mit Genitiv]:
aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:
• οι απόψεις του περί πολιτικής ° seine Ansichten über Politik
• ένα άρθρο περί υπνωτισμού ° ein [Zeitschriften-]Artikel über Hypnose
• Μα η Ελένη δεν είχε τις ίδιες ιδέες περί ευτυχίας που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι. ° Aber Eleni hatte nicht die gleichen Vorstellungen von Glück [= Glücklichsein], die die meisten Menschen haben.
bb) [in Kombination mit πρόκειται]: um [ihn; wen/was …] [etc.]:
• ο γιος μου, περί αυτού πρόκειται, [...] ° mein Sohn, um ihn geht es [in der geschilderten Angelegenheit], [...]
• Δεν κατάλαβα αμέσως περί ποίου πρόκειται. ° Ich habe nicht sofort verstanden, um wen es sich handelt. [sc. bei diesem "Nikos", von dem die Rede war]
• Τι να πω γι’ αυτό; Δεν μπορώ να πω τίποτα, γιατί δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται. ° Was soll ich darüber (dazu) sagen? Ich kann nichts sagen, weil ich nicht weiß, um was (= worum) es geht.
b) [Präposition mit Akkusativ]:
aa) [+ Zahlen- bzw. Zeitpunktangaben]: um (… herum) / zirka / ungefähr:
• περί τις πεντακόσιες δραχμές ° um die 500 Drachmen
• τρεις εστίες φωτιάς που απείχαν μεταξύ τους περί τα 100 μέτρα ° drei Feuerherde, die um die 100 Meter voneinander entfernt waren [zB. bei einem Großbrand]
• περί τα 150 είδη πουλιών ° um die 150 Vogelarten
• περί τα μεσάνυχτα ° um Mitternacht herum
bb) um (… herum) [räumlich]
cc) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:
• μελέτη περί την αστρονομία ° eine Studie über (die) Astronomie [GF aus ΛΜΠ]
2. τα περί (+ Gen.):
• ο θείος ισχυριζόταν πως όταν πεθάνει θα γίνει χώμα και πως τα περί παραδείσου και κολάσεως είναι φούμαρα ° der Onkel erklärte, er werde mit seinem Tod zu Erde und das Gerede über Hölle und Paradies [GF: über Paradies und Hölle] sei dummes Geschwätz [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
3. έχω περί πολλού (κάποιον): τον θεωρώ πολύ σπουδαίο και αξιόλογο, τον θαυμάζω και τον υπολογίζω [ΛΚΝ (in der Schreibweise: "έχω κπ. περί πολλού")]
Weitere Wörter:
- ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
- ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...
- ΠΕΝΙΑ, η...πενιά, η = Saitenschlag - Lied [Eideneider, Bd. 3, S. 158] ...
- ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
- ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
- ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
- ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
- ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ο...περαστικός, ο • Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι....
- ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
- ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
- ΠΕΡΙΟΔΟΣ, η...περίοδος, η 1. [als Begriff der Grammatik]: Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση:...
- ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...