κακός, -ή, -ό


1. Grundbedeutung: schlecht


2. έχω τις κακές μου:

• Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της.  °  Ende 1882 wurde Anthó vierzig Jahre alt und war düsterster Stimmung [weil sie das Älterwerden deprimierte].   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


3. κακήν κακώς [αρχαϊστική έκφραση]:

a) με άσχημο τρόπο / άσχημα [ΛΤΣ] [bzw.]  με βίαιο ή άσχημο τρόπο  [ΛΚΡ, σ.634]  //  με κακό τρόπο  [ΛΔΗ, σ. 128] // με πολύ άσχημο τρόπο [bzw.] με τον χειρότερο, τον πιο ανάρμοστο τρόπο, διά της βίας [ΛΜΠ]

b) όπως όπως / με δυσκολία  [ΛΤΣ]

       [vgl. auch die Übersetzung bei AK, S. 53, sowie bei Pons, S. 624: mehr schlecht als recht]

BSe:

• Με την απεργία των λεωφορείων φθάσαμε κακήν κακώς στο σπίτι μας.   [ΛΤΣ]

• Έφυγε κακήν κακώς. (αν π.χ. τον διώξανε δέρνοντάς τον)  [ΛΔΗ]

• τον έδιωξε κακήν κακώς  [ΛΜΠ]

• Μα κι όσα έζησαν, πήγαν όλα [...] κακήν κακώς.  °  Aber auch die [Kinder], die am Leben blieben, gingen alle […] elend zugrunde. *   [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

*[Anm.: L. wurde von einem Karren überfahren; Th. stieg auf einen rostigen Nagel und bekam Tetanus; I. verübte Selbstmord; A. starb an Tuberkulose]

• Θα το πάρω [το πτυχίο] – κακήν-κακώς, [...], αλλά θα το πάρω.  °  Das kriege [iS von: mache / schaffe] ich noch [mein Diplom] – mehr schlecht als recht, […], aber das wird schon.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• κακήν-κακώς  °  mehr schlecht als recht [hatte der Zwölfjährige die (psychischen) Strapazen überstanden]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


4. κακά τα ψέματα: s. unter ψέμα, το (Z 2) 

5. της κακιάς ώρας: s. unter ώρα, η (Z 21)

6. βλέπω (παίρνω) με κακό μάτι: s. unter μάτι, το (Z 6.2)

7. το κακό: s. eigenes Stichwort  

8. πηγαίνω από το κακό στο χειρότερο: s. unter κακό, το (Z 4)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
  • ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
  • ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
  • ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
Nachher:
  • ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
  • ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....
  • ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ, το...καλοκαιράκι, το • Ήταν οι μέρες του Αγίου Δημητρίου με το μικρό καλοκαιράκι τους ... ° Es waren die Ta­ge um das Fest des heiligen Dhimítrios, im Oktober,...
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...καλοκαιρινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: sommerlich, Sommer- 2. κάνω (κάτι) καλοκαιρινό:...
  • ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....