ψέμα, το
Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κακά τα ψέματα 3. τελείωσαν τα ψέματα 4. πες το ψέματα 5. μου φαίνεται σαν ψέμα 6. ψέματα! [als Ausruf – nicht in der Bedeutung "Lügen"] |
2. κακά τα ψέματα:
- das war nicht zu leugnen ([bzw.:] das konnte er kaum leugnen) [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / s. die BSe unten]
- zugegebenermaßen / um bei der Wahrheit zu bleiben [AK, S. 155]
- wir wollen uns doch nichts vormachen [Hans Eideneier: Ärmellos in Griechenland]
- an der Wahrheit geht kein Weg vorbei [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]
- δεν ωφελεί να γελιόμαστε, να μη βλέπουμε την πραγματικότητα [ΛΚΡ]
- ως προεξαγγελία πρότασης με την οποία διατυπώνεται μια αναμφισβήτητη αλήθεια προς επανόρθωση ανακρίβειας ή πλάνης [ΛΚΝ]
- για έμφαση και για να δηλώσουμε παραδοχή ή συμφωνία με ό,τι λέγεται ή εννοείται [ΛΜΠ]
[bzw. ev. praktikable Übersetzung:]
~ daran ist nicht zu rütteln
π.χ.:
• Γερνάμε, κακά τα ψέματα! [ΛΜΠ]
• Είσαι πολύ καλύτερός μου, κακά τα ψέματα! [ΛΜΠ]
• [...] που, κακά τα ψέμματα, δεν άκουγε σήμερα ούτε νταούλια ° […], der heute, das war nicht zu leugnen, keine Trommel[n] hätte hören können [gemeint: der (im Zimmer aufgebahrte) Tote] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• κι αυτό – κακά τα ψέμματα – έκαιγε, ζεματούσε ° und das [sc. der Umstand, dass sein Ansehen erschüttert worden war, weil man ihn bestohlen hatte] – das konnte er kaum leugnen –, das setzte ihm zu, peinigte ihn [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
3. τελείωσαν τα ψέματα:
για σοβαρή κατάσταση, παρουσιάζεται τώρα η στυγνή πραγματικότητα [ΛΚΡ]
[bzw.]
η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες υπεκφυγές ή αναβολές [ΛΜΠ]
4. πες το ψέματα:
σε διάλογο, για να δηλωθεί συμφωνία, να δοθεί έμφαση σε κάτι που ειπώθηκε αμέσως πριν [ΛΚΡ]
π.χ.:
• Πέστο ψέματα, θαυμάσια παρατήρηση, πέστο ψέματα. Μάλιστα, έτσι ένοιωσα. ° Genau, eine wunderbare Bemerkung [die Sie soeben gemacht haben], genau. Jawohl, so [wie von Ihnen ausgedrückt] habe ich mich [damals] gefühlt. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
• "Τον παλιό καιρό, η κυρία Ντε Γουίντερ βρισκόταν παντού." – "Πες το ψέματα." ° Mrs de Winter used to be here, there, and everywhere." – "Aye, that's right." [GF+EF aus: D. du Maurier: "Ρεβέκκα"]
5. μου φαίνεται σαν ψέμα:
• όλα αυτά σαν ψέματα μου φαίνονται ° das kommt mir alles vor wie im Traum [GF+DF aus: Hans Eideneier: Ärmellos in Griechenland]
• Μας φάνηκε σαν ψέμα που σωθήκαμε! ° Wir konnten es nicht fassen, dass wir gerettet waren. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
6. ψέματα! [als Ausruf – nicht in der Bedeutung "Lügen"]:
• "Υπάρχει και κάτι στον πνεύμονα" είπε η μητέρα, "δεν ξέρουν ακόμα τι". – "Ψέματα!" φώναξε η αδελφή μου και ξέσπασε σε λυγμούς. ° "Da ist [= Er (dein Vater) hat] [laut Aussage der Ärzte] noch irgendwas auf der Lunge", sagte die Mutter [zu meiner Schwester], "sie wissen noch nicht, was." – "Das ist nicht dein Ernst!" [iS von: Das ist nicht wahr! (= Das darf nicht wahr sein!)] rief meine Schwester und brach in Tränen aus. [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
Weitere Wörter:
- ΧΩΡΙΑ (= χώρια)...χώρια [Adverb] [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος, ο (letzte Z)] 1. Grundbedeutung: getrennt / separat [etc.]:...
- ΧΩΡΙΟ, το (Ι) (= χωρίο, το)...χωρίο, το (Gen.: του χωρίου // Pl.: τα χωρία / Gen.: των χωρίων) [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος,...
- ΧΩΡΙΟ, το (ΙΙ) (= χωριό, το)...χωριό, το (Gen.: του χωριού // Pl.: τα χωριά / Gen.: των χωριών) [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος,...
- ΧΩΡΙΣ...χωρίς 1. Grundbedeutung: ohne 2. χωρίς άλλο ° (το) δίχως άλλο [s. δίχως (Z 2)] ...
- ΧΩΡΟΣ, ο...χώρος, ο (Gen.: του χώρου // Pl.: οι χώροι / Gen.: των χώρων) 1. Bedeutung: a) [örtlich]: der Platz, der Ort // der Raum [iS von: Gebiet] [etc.]:...
- ΧΩΡΩ...χωρώ (-είς und -άς) = Platz bieten [etc.] bzw. Platz haben [etc.]: a) Platz bieten / fassen // → [auch:] Platz haben [etc.] (in Form der Konstruktion:...
- ΨΑΘΑ, η...ψάθα, η αυτός πέθανε στην ψάθα: το λέμε όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός [Νατσ., σ. 419] ...
- ΨΑΛΤΗΣ, ο...ψάλτης, ο • ήταν ψάλτης στον Άγιο Διονύσιο ° er war Vorsänger in der Ajios Dionysios Kirche [in Athen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΨΑΡΕΥΩ...ψαρεύω ψαρεύω στα θολά [bzw.] ψαρεύω σε θολά νερά: s. θολός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΨΑΧΝΩ...ψάχνω 1. Grundbedeutung: suchen 2. ψάχνω να βρω: • Εκείνος που έψαχνε να τη βρει ήταν ο Λούης. ° Luis war der einzige, der sich auf die Suche nach ihr [sc....
- ΨΕΥΤΙΚΟΣ, -η, -ο...ψεύτικος, -η, -ο • Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός [ο κίνδυνος] στον δρόμο· ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (...). Doch täuschen wir uns,...
- ΨΕΥΤΟ+...ψευτο+ • "[...]" είπε η Σώσω ψευτοαναστενάζοντας. "[...]", sagte Sosso und seufzte theatralisch. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
- ΨΗΛΑ...ψηλά s. unter ψηλός, -ή, -ό ...
- ΨΗΛΟΣ, -ή, -ό...ψηλός, -ή, -ό [synonym (als gehobener Ausdruck): υψηλός, -ή, -ό ] [Anm.: ψηλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψιλός (-ή, -ό)!] 1. [Bedeutung allgemein]:...
- ΨΗΝΩ...ψήνω • Ο πατέρας μου ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο. Ψηνόταν στον πυρετό. ° Glühend vor Fieber erwachte mein Vater in einem Krankenhaus. [DF+GF aus: Menasse:...
- ΨΗΦΙΖΩ...ψηφίζω 1) wählen [bei einer Wahl bzw. Abstimmung]:...
- ΨΗΦΟΣ, η (ο)...ψήφος, η (ο) 1. Bedeutung: die Stimme [bei einer Wahl bzw. Abstimmung] 2. "ο ψήφος" oder "η ψήψος"?• Laut Pons-Wörterbuch kommen beide Artikel in Frage....
- ΨΙΛΟ+ [als Vorsilbe]...ψιλο+ [als Vorsilbe] α' συνθετικό λέξεων που σημαίνει λίγο από το β' συνθετικό (π.χ. ψιλοήπια, ψιλομάλωσα) [ΑΓΝ, σ. 192] [Anm.: vgl. χοντρο+ ] π.χ.:...
- ΨΙΛΟΣ, -ή, -ό...ψιλός, -ή, -ό [Anm.: ψιλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψηλός (-ή, -ό) !] 1. Grundbedeutungen: a) fein / dünn [etc.]:...