ψευτο+


• "[...]" είπε η Σώσω ψευτοαναστενάζοντας.

"[...]", sagte Sosso und seufzte theatra­lisch.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• ψευτοδιάβαζε ένα βιβλίο

[er] tat so, als läse er in einem Buch

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• [...], έτσι σα να την ψευτομάλωνε.

...[Er gab ihr einen Klaps], als wiese er sie scherz­haft zurecht.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• ένα μικρό κολλιέ ψευτομαργαριταρένιο

ein kleines Collier mit künstlichen Perlen

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Ψευτοχαρούμενη. Ανέμελη σε λάθος νότα.

Irgendwie gekünstelt fröhlich. Locker mit einem falschen Unterton. [war ihm seine Schwester heute vorgekommen]  [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Κατόπι άρχισε να ψευτοσφυρίζει όσο ετοιμαζόταν.

Dann begann er mit gespielter Gleichgül­tig­keit zu pfeifen [vor sich hin zu pfeifen], während er seine Sachen zusammen­packte.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• τα ψευτοστημένα αντίσκηνα

die hastig errichteten [sc. nur provisorisch aufge­schla­genen] Zelte

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΧΩΡΙΟ, το (ΙΙ) (= χωριό, το)...χωριό, το (Gen.: του χωριού // Pl.: τα χωριά / Gen.: των χωριών) [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος,...
  • ΧΩΡΙΣ...χωρίς 1. Grundbedeutung: ohne 2. χωρίς άλλο ° (το) δίχως άλλο [s. δίχως (Z 2)] ...
  • ΧΩΡΟΣ, ο...χώρος, ο (Gen.: του χώρου // Pl.: οι χώροι / Gen.: των χώρων) 1. Bedeutung: a) [örtlich]: der Platz, der Ort // der Raum [iS von: Gebiet] [etc.]:...
  • ΧΩΡΩ...χωρώ (-είς und -άς) = Platz bieten [etc.] bzw. Platz haben [etc.]: a) Platz bieten / fassen // → [auch:] Platz haben [etc.] (in Form der Konstruktion:...
  • ΨΑΘΑ, η...ψάθα, η αυτός πέθανε στην ψάθα: το λέμε όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός [Νατσ., σ. 419] ...
  • ΨΑΛΤΗΣ, ο...ψάλτης, ο • ήταν ψάλτης στον Άγιο Διονύσιο ° er war Vorsänger in der Ajios Dionysios Kirche [in Athen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΨΑΡΕΥΩ...ψαρεύω ψαρεύω στα θολά [bzw.] ψαρεύω σε θολά νερά: s. θολός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΨΑΧΝΩ...ψάχνω 1. Grundbedeutung: suchen 2. ψάχνω να βρω: • Εκείνος που έψαχνε να τη βρει ήταν ο Λούης. ° Luis war der einzige, der sich auf die Suche nach ihr [sc....
  • ΨΕΜΑ, το...ψέμα, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κακά τα ψέματα 3. τελείωσαν τα ψέματα 4. πες το ψέματα 5. μου φαίνεται σαν ψέμα 6. ψέματα!...
  • ΨΕΥΤΙΚΟΣ, -η, -ο...ψεύτικος, -η, -ο • Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός [ο κίνδυνος] στον δρόμο· ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (...). Doch täuschen wir uns,...
Nachher:
  • ΨΗΛΑ...ψηλά s. unter ψηλός, -ή, -ό ...
  • ΨΗΛΟΣ, -ή, -ό...ψηλός, -ή, -ό [synonym (als gehobener Ausdruck): υψηλός, -ή, -ό ] [Anm.: ψηλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψιλός (-ή, -ό)!] 1. [Bedeutung allgemein]:...
  • ΨΗΝΩ...ψήνω • Ο πατέρας μου ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο. Ψηνόταν στον πυρετό. ° Glühend vor Fieber erwachte mein Vater in einem Krankenhaus. [DF+GF aus: Menasse:...
  • ΨΗΦΙΖΩ...ψηφίζω 1) wählen [bei einer Wahl bzw. Abstimmung]:...
  • ΨΗΦΟΣ, η (ο)...ψήφος, η (ο) 1. Bedeutung: die Stimme [bei einer Wahl bzw. Abstimmung] 2. "ο ψήφος" oder "η ψήψος"?• Laut Pons-Wörterbuch kommen beide Artikel in Frage....
  • ΨΙΛΟ+ [als Vorsilbe]...ψιλο+ [als Vorsilbe] α' συνθετικό λέξεων που σημαίνει λίγο από το β' συνθετικό (π.χ. ψιλοήπια, ψιλομάλω­σα) [ΑΓΝ, σ. 192] [Anm.: vgl. χοντρο+ ] π.χ.:...
  • ΨΙΛΟΣ, -ή, -ό...ψιλός, -ή, -ό [Anm.: ψιλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψηλός (-ή, -ό) !] 1. Grundbedeutungen: a) fein / dünn [etc.]:...
  • ΨΙΧΟΥΛΟ, το...ψίχουλο, το [Anm.: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα) ist zu unterscheiden von: η ψυχούλα !...
  • ΨΥΛΛΙΑΖΟΜΑΙ...ψυλλιάζομαι • Ο φοιτητής ψυλλιάστηκε. ° Der Student witterte die Falle. [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] • Εγώ όμως ψυλλιάζομαι τι θέλει να μου πει [......