ψηφίζω


1) wählen [bei einer Wahl bzw. Abstimmung]:

• εκείνοι που ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ  °  jene die [bei den letzten Wahlen] (die) ΠΑΣΟΚ wählten

• τον ψήφισαν  °  sie wählten ihn [sc. zum Abgeordneten]


2) stimmen [für bzw. gegen]:

• ψήφισε υπέρ της αναθεώρησης του Συντάγματος  °  er stimmte für die Revision der Verfassung

• ψήφισαν εναντίον μου  °  sie stimmten gegen mich [zB. bei einer Abstimmung]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΨΑΘΑ, η...ψάθα, η αυτός πέθανε στην ψάθα: το λέμε όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός [Νατσ., σ. 419] ...
  • ΨΑΛΤΗΣ, ο...ψάλτης, ο • ήταν ψάλτης στον Άγιο Διονύσιο ° er war Vorsänger in der Ajios Dionysios Kirche [in Athen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΨΑΡΕΥΩ...ψαρεύω ψαρεύω στα θολά [bzw.] ψαρεύω σε θολά νερά: s. θολός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΨΑΧΝΩ...ψάχνω 1. Grundbedeutung: suchen 2. ψάχνω να βρω: • Εκείνος που έψαχνε να τη βρει ήταν ο Λούης. ° Luis war der einzige, der sich auf die Suche nach ihr [sc....
  • ΨΕΜΑ, το...ψέμα, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κακά τα ψέματα 3. τελείωσαν τα ψέματα 4. πες το ψέματα 5. μου φαίνεται σαν ψέμα 6. ψέματα!...
  • ΨΕΥΤΙΚΟΣ, -η, -ο...ψεύτικος, -η, -ο • Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός [ο κίνδυνος] στον δρόμο· ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (...). Doch täuschen wir uns,...
  • ΨΕΥΤΟ+...ψευτο+ • "[...]" είπε η Σώσω ψευτοαναστενάζοντας. "[...]", sagte Sosso und seufzte theatra­lisch. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
  • ΨΗΛΑ...ψηλά s. unter ψηλός, -ή, -ό ...
  • ΨΗΛΟΣ, -ή, -ό...ψηλός, -ή, -ό [synonym (als gehobener Ausdruck): υψηλός, -ή, -ό ] [Anm.: ψηλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψιλός (-ή, -ό)!] 1. [Bedeutung allgemein]:...
  • ΨΗΝΩ...ψήνω • Ο πατέρας μου ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο. Ψηνόταν στον πυρετό. ° Glühend vor Fieber erwachte mein Vater in einem Krankenhaus. [DF+GF aus: Menasse:...
Nachher:
  • ΨΗΦΟΣ, η (ο)...ψήφος, η (ο) 1. Bedeutung: die Stimme [bei einer Wahl bzw. Abstimmung] 2. "ο ψήφος" oder "η ψήψος"?• Laut Pons-Wörterbuch kommen beide Artikel in Frage....
  • ΨΙΛΟ+ [als Vorsilbe]...ψιλο+ [als Vorsilbe] α' συνθετικό λέξεων που σημαίνει λίγο από το β' συνθετικό (π.χ. ψιλοήπια, ψιλομάλω­σα) [ΑΓΝ, σ. 192] [Anm.: vgl. χοντρο+ ] π.χ.:...
  • ΨΙΛΟΣ, -ή, -ό...ψιλός, -ή, -ό [Anm.: ψιλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψηλός (-ή, -ό) !] 1. Grundbedeutungen: a) fein / dünn [etc.]:...
  • ΨΙΧΟΥΛΟ, το...ψίχουλο, το [Anm.: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα) ist zu unterscheiden von: η ψυχούλα !...
  • ΨΥΛΛΙΑΖΟΜΑΙ...ψυλλιάζομαι • Ο φοιτητής ψυλλιάστηκε. ° Der Student witterte die Falle. [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] • Εγώ όμως ψυλλιάζομαι τι θέλει να μου πει [......
  • ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ψυχαναγκαστικός, -ή, -ό • [...] προσπαθώντας, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, να πιάσει το βλέμμα του. ° [...] und [das Mädchen] versuchte fast zwanghaft,...
  • ΨΥΧΗ, η...ψυχή, η Übersicht: 1.1. Grundbedeutung [bzw.] 1.2. [alternative Übersetzungen zu "Seele"] 2.1. με την ψυχή στα δόντια [bzw.] 2.2 με την ψυχή στο στόμα 3....
  • ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, η...ψυχολογία, η 1) die Psychologie 2) die psychische Verfassung [etc.]: • "Θέμα ψυχολογίας", όπως θα έλεγε ο πατέρας μου. ° "Eine Frage der Nerven",...
  • ΨΥΧΟΥΛΑ, η...ψυχούλα, η [Anm.: η ψυχούλα ist zu unterscheiden von: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα)!] • η ψυχούλα σου ° dein armes Herz [GF+DF aus: Ζατέλη:...