χωρίο, το

(Gen.: του χωρίου  //  Pl.: τα χωρία / Gen.: των χωρίων)

       [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος, ο (letzte Z)]


=  die Stelle [zB. in einem Buch]:

• Η φράση αναφέρεται σε πολλά χωρία της Βίβλου.  °  Die[se] Wendung (D[ies]er Satz) wird an vielen Stellen der Bibel angeführt (erwähnt).


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΧΡΥΣΟΣ, -ή, -ό...χρυσός, -ή, -ό χρυσό μου [Anrede]: • "Κουρασμένο φαίνεσαι, χρυσό μου" έλεγε η γυναίκα του Φρέντι στη μητέρα μου [...]. ° "Müd schaust aus, Schatzerl",...
  • ΧΡΥΣΟΧΑΡΤΟ, το...χρυσόχαρτο, το • Στη φούχτα του κρατά ένα χαρτάκι τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο από σοκολάτα. ° In der Hand hält er [der Junge] ein Zettelchen,...
  • ΧΡΩΜΑ, το...χρώμα, το αλλάζω χρώμα: s. unter αλλάζω (Z 3) ...
  • ΧΡΩΣΤΩ...χρωστώ (-άς) 1. [allgemein]: schulden [Geld, eine Erklärung etc.] 2. "schulden" in einem weiteren (bzw. übertragenen) Sinn: • Θα το πληρώσω τώρα. Αν δεν έρθουν,...
  • ΧΤΕΝΑΚΙ, το...χτενάκι, το = das Kämmchen [zum Ins-Haar-Stecken] ...
  • ΧΤΥΠΩ...χτυπώ (-άς) (auch: κτυπώ) Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. χτυπώ σε 3. [in der Bedeutung]: zustoßen [zB mit einem Messer] 4. [in der Bedeutung]:...
  • ΧΥΛΟΠΙΤΑ, η...χυλόπιτα, η δίνω χυλόπιτα: • του έδωσε χυλόπιτα ° sie gab ihm einen Korb / sie erteilte ihm eine Abfuhr [hinsichtlich seiner Bemühungen,...
  • ΧΩΝΩ...χώνω [Anm.: lt. ΛΜΠ ein volkstümlicher Begriff] 1. Grundbedeutung: stecken [sc. hineinstecken] [etc.]:...
  • ΧΩΡΑ, η...χώρα, η (Gen.: της χώρας // Pl.: οι χώρες / Gen.: των χωρών) [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος,...
  • ΧΩΡΙΑ (= χώρια)...χώρια [Adverb] [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος, ο (letzte Z)] 1. Grundbedeutung: getrennt / separat [etc.]:...
Nachher:
  • ΧΩΡΙΟ, το (ΙΙ) (= χωριό, το)...χωριό, το (Gen.: του χωριού // Pl.: τα χωριά / Gen.: των χωριών) [Anm.: Übersicht über ähnlich klingende bzw. geschriebene Wörter: s. unter χώρος,...
  • ΧΩΡΙΣ...χωρίς 1. Grundbedeutung: ohne 2. χωρίς άλλο ° (το) δίχως άλλο [s. δίχως (Z 2)] ...
  • ΧΩΡΟΣ, ο...χώρος, ο (Gen.: του χώρου // Pl.: οι χώροι / Gen.: των χώρων) 1. Bedeutung: a) [örtlich]: der Platz, der Ort // der Raum [iS von: Gebiet] [etc.]:...
  • ΧΩΡΩ...χωρώ (-είς und -άς) = Platz bieten [etc.] bzw. Platz haben [etc.]: a) Platz bieten / fassen // → [auch:] Platz haben [etc.] (in Form der Konstruktion:...
  • ΨΑΘΑ, η...ψάθα, η αυτός πέθανε στην ψάθα: το λέμε όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός [Νατσ., σ. 419] ...
  • ΨΑΛΤΗΣ, ο...ψάλτης, ο • ήταν ψάλτης στον Άγιο Διονύσιο ° er war Vorsänger in der Ajios Dionysios Kirche [in Athen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΨΑΡΕΥΩ...ψαρεύω ψαρεύω στα θολά [bzw.] ψαρεύω σε θολά νερά: s. θολός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΨΑΧΝΩ...ψάχνω 1. Grundbedeutung: suchen 2. ψάχνω να βρω: • Εκείνος που έψαχνε να τη βρει ήταν ο Λούης. ° Luis war der einzige, der sich auf die Suche nach ihr [sc....
  • ΨΕΜΑ, το...ψέμα, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κακά τα ψέματα 3. τελείωσαν τα ψέματα 4. πες το ψέματα 5. μου φαίνεται σαν ψέμα 6. ψέματα!...