καίγω


vgl. καίω 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
  • ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
Nachher:
  • ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
  • ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
  • ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
  • ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
  • ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....