ανοίγω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. ανοίγω την καρδιά μου

3.1. ανοίγει η καρδιά μου

3.2. μου άνοιξε την καρδιά

4. ανοίγω τον δρόμο

5. ανοίγω χέρια / πόδια / δάχτυλα

6. o καιρός άνοιξε

7. ανοίγω το βήμα: s. unter βήμα, το (Z 2)

8. ανοίγω κουβέντα: s. unter κουβέντα, η (Z 3)


1. Grundbedeutungen:

a) [etwas] öffnen / [etwas] aufmachen [transitiv]

b) sich öffnen / aufgehen [reflexiv]


2. ανοίγω την καρδιά μου: εκμυστηρεύομαι προσωπικά μου θέματα, εξομολογούμαι, λέω τον πόνο μου  [ΛΜΠ]

[bzw.]

ανοίγω σε κπ. την καρδιά μου: του εκμυστηρεύομαι κάτι   [ΛΚΝ]

[bzw.]

του άνοιξα την καρδιά μου: του είπα τα μυστικά μου  [Εμμ.]


3.1. ανοίγει η καρδιά μου: ανακουφίζομαι, χαίρομαι [...]  [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Aνοίγει η καρδιά μου κάθε φορά που τον βλέπω.   [ΛΚΝ]

[bzw.]

ανοίγει η ψυχή μου: αποκτώ ευδιαθεσία  [ΛΜΠ]


3.2. μου άνοιξε την καρδιά: με ευχαρίστησε […]   [ΛΚΝ]

[bzw.]

μου άνοιξες την καρδιά: με έκανες να χαρώ  [Εμμ.]

π.χ.:

• Tώρα μάλιστα, μ’ αυτά που μου είπε μου άνοιξε την καρδιά.   [ΛΚΝ]


4. ανοίγω τον δρόμο:

• Ποιος ν’ ανοίξει τον δρόμο για να περάσει και η πιο μικρή πομπή;  °  Wer könnte [durch diese gewaltigen Schneemassen] einen Weg bahnen, und sei es für den kleins­ten Trauerzug? [rhetorische Frage in Zusammenhang mit der Un­mög­lich­keit, in Anbe­tracht der großen Schneemengen eine tote Frau zu bestatten]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


5. ανοίγω χέρια / πόδια / δάχτυλα:

• Και μπήκε μπροστά στα άλογα ανοίγοντας χέρια και πόδια – μετά κατέβασε τα χέρια για να ψάξει πάλι στις τσέπες του.  °  Und er stellte sich mit gespreizten Armen und Beinen vor die Pferde [um die Kutsche am Wegfahren zu hindern] – dann senkte er die Arme, um wieder in seinen Taschen zu wühlen.       [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 

• δείχνοντας με δυο ανοιχτά δάχτυλα πότε το πάτωμα και πότε το ταβάνι  °  und zeigte mit zwei gespreizten Fingern mal zum Fußboden, mal zur Decke   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...], του είπε ο γέρος δείχνοντας τις παλάμες του με τ’ ανοιχτά δάχτυλα.  °  […], sagte der Alte und zeigte ihm seine Handflächen mit den gespreizten Fingern.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


6. o καιρός άνοιξε (= βελτιώθηκε)   [Εμμ.]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ανερχόμενος, -η ,-ο • η ανερχόμενη Ασία ° das [wirtschaftlich] aufstrebende Asien ...
  • ΑΝΕΣΗ, η...άνεση, η • φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν έχω ζήσει ακόμη, δεν έχω περιφερθεί με άνεση ως εικόνα, [...] ° ich empfinde Angst vor dem Tod,...
  • ΑΝΕΤΟΣ, -η, -ο...άνετος, -η, -ο • οι άνετοι τρόποι του ° seine legere Art [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΑΝΕΥ...άνευ • άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos • άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sonder­gleichen ...
  • ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
  • ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
  • ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
  • ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeich­net] ein Männchen auf ihren Notizblock....
  • ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
  • ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungs­widrig erklärten Ge­set­zes­bestimmung] = ungültig ...
Nachher:
  • ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
  • ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
  • ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
  • ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
  • ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
  • ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....
  • ΑΝΤΙΔΡΩ...αντιδρώ (-άς) = [u.a.:] sich dagegen aussprechen ...
  • ΑΝΤΙΘΕΤΑ...αντίθετα = 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen * *[auch iS von]: allerdings / jedoch – vgl. z.B.:...
  • ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...