ανοίγω
Übersicht: 7. ανοίγω το βήμα: s. unter βήμα, το (Z 2) 8. ανοίγω κουβέντα: s. unter κουβέντα, η (Z 3) |
1. Grundbedeutungen:
a) [etwas] öffnen / [etwas] aufmachen [transitiv]
b) sich öffnen / aufgehen [reflexiv]
2. ανοίγω την καρδιά μου: εκμυστηρεύομαι προσωπικά μου θέματα, εξομολογούμαι, λέω τον πόνο μου [ΛΜΠ]
[bzw.]
ανοίγω σε κπ. την καρδιά μου: του εκμυστηρεύομαι κάτι [ΛΚΝ]
[bzw.]
του άνοιξα την καρδιά μου: του είπα τα μυστικά μου [Εμμ.]
3.1. ανοίγει η καρδιά μου: ανακουφίζομαι, χαίρομαι [...] [ΛΚΝ] – π.χ.:
• Aνοίγει η καρδιά μου κάθε φορά που τον βλέπω. [ΛΚΝ]
[bzw.]
ανοίγει η ψυχή μου: αποκτώ ευδιαθεσία [ΛΜΠ]
3.2. μου άνοιξε την καρδιά: με ευχαρίστησε […] [ΛΚΝ]
[bzw.]
μου άνοιξες την καρδιά: με έκανες να χαρώ [Εμμ.]
π.χ.:
• Tώρα μάλιστα, μ’ αυτά που μου είπε μου άνοιξε την καρδιά. [ΛΚΝ]
4. ανοίγω τον δρόμο:
• Ποιος ν’ ανοίξει τον δρόμο για να περάσει και η πιο μικρή πομπή; ° Wer könnte [durch diese gewaltigen Schneemassen] einen Weg bahnen, und sei es für den kleinsten Trauerzug? [rhetorische Frage in Zusammenhang mit der Unmöglichkeit, in Anbetracht der großen Schneemengen eine tote Frau zu bestatten] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
5. ανοίγω χέρια / πόδια / δάχτυλα:
• Και μπήκε μπροστά στα άλογα ανοίγοντας χέρια και πόδια – μετά κατέβασε τα χέρια για να ψάξει πάλι στις τσέπες του. ° Und er stellte sich mit gespreizten Armen und Beinen vor die Pferde [um die Kutsche am Wegfahren zu hindern] – dann senkte er die Arme, um wieder in seinen Taschen zu wühlen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• δείχνοντας με δυο ανοιχτά δάχτυλα πότε το πάτωμα και πότε το ταβάνι ° und zeigte mit zwei gespreizten Fingern mal zum Fußboden, mal zur Decke [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• [...], του είπε ο γέρος δείχνοντας τις παλάμες του με τ’ ανοιχτά δάχτυλα. ° […], sagte der Alte und zeigte ihm seine Handflächen mit den gespreizten Fingern. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
6. o καιρός άνοιξε (= βελτιώθηκε) [Εμμ.]
Weitere Wörter:
- ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ανερχόμενος, -η ,-ο • η ανερχόμενη Ασία ° das [wirtschaftlich] aufstrebende Asien ...
- ΑΝΕΣΗ, η...άνεση, η • φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν έχω ζήσει ακόμη, δεν έχω περιφερθεί με άνεση ως εικόνα, [...] ° ich empfinde Angst vor dem Tod,...
- ΑΝΕΤΟΣ, -η, -ο...άνετος, -η, -ο • οι άνετοι τρόποι του ° seine legere Art [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΑΝΕΥ...άνευ • άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos • άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sondergleichen ...
- ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
- ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
- ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
- ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeichnet] ein Männchen auf ihren Notizblock....
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
- ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
- ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
- ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....
- ΑΝΤΙΔΡΩ...αντιδρώ (-άς) = [u.a.:] sich dagegen aussprechen ...
- ΑΝΤΙΘΕΤΑ...αντίθετα = 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen * *[auch iS von]: allerdings / jedoch – vgl. z.B.:...
- ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...