αντάρτικο, το


1) der Partisanenkrieg:

• Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...]  °  Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...]   [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε τ’ αντάρτικο.  °  Jedenfalls hatte er sie [seine Leute] nicht in die Berge gebracht, wo der Partisanenkrieg wütete. [Aussage bezieht sich auf die Zeit der deutschen Besatzung Griechenlands]   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


2) Partisanen- [sonstige Bedeutungen]:

• [...] κι ύστερα [...] και κανένα παλιό αντάρτικο, που βέβαια όλοι μας τα θυμόμαστε από παιδιά  °  […] und dann […] [sangen wir] auch noch einige alte Partisanenlieder [...], die wir natürlich alle von Kindesbeinen an kennen   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΝΕΥ...άνευ • άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos • άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sonder­gleichen ...
  • ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
  • ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
  • ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
  • ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeich­net] ein Männchen auf ihren Notizblock....
  • ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
  • ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungs­widrig erklärten Ge­set­zes­bestimmung] = ungültig ...
  • ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
  • ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
  • ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
Nachher:
  • ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
  • ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
  • ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....
  • ΑΝΤΙΔΡΩ...αντιδρώ (-άς) = [u.a.:] sich dagegen aussprechen ...
  • ΑΝΤΙΘΕΤΑ...αντίθετα = 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen * *[auch iS von]: allerdings / jedoch – vgl. z.B.:...
  • ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...
  • ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩ...αντικαθιστώ (-άς) (bzw. αντικατασταίνω) 1) ersetzen, austauschen:...
  • ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αντικατασταίνω s. αντικαθιστώ ...
  • ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ (auch: ΑΝΤΙΚΡΥΖΩ)...αντικρίζω (auch: αντικρύζω) • Στον καθρέφτη πάνω από το κομό αντίκρισε το είδωλό του, [...] ° Im Spiegel über der Kommode erblickte er sein Bild, [......