αντίθετα
= 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen *
Ο αυτισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολλές μεθόδους. Κανένας σήμερα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι "θεραπεύει" το αυτιστικό παιδί. Αντίθετα, μπορούμε να βελτιώσουμε σημαντικά τις ικανότητές του και να του εξασφαλίσουμε πολλά πλεονεκτήματα ώστε να ζήσει σαν τους άλλους, στο μέτρο του δυνατού.
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
- ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
- ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
- ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....
- ΑΝΤΙΔΡΩ...αντιδρώ (-άς) = [u.a.:] sich dagegen aussprechen ...
Nachher:
- ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...
- ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩ...αντικαθιστώ (-άς) (bzw. αντικατασταίνω) 1) ersetzen, austauschen:...
- ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αντικατασταίνω s. αντικαθιστώ ...
- ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ (auch: ΑΝΤΙΚΡΥΖΩ)...αντικρίζω (auch: αντικρύζω) • Στον καθρέφτη πάνω από το κομό αντίκρισε το είδωλό του, [...] ° Im Spiegel über der Kommode erblickte er sein Bild, [......
- ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ, το...αντίκρισμα, το 1) der Anblick: • στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε ° beim Anblick des Blutes wurde er ohnmächtig 2) die Deckung [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΩ...αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω κάτι: a) sich auseinandersetzen mit [zB. mit sich selbst und seinen Problemen] / angehen [ein Problem] / sich stellen [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ, η...αντιμετώπιση, η = die Auseinandersetzung (mit / + Gen.) / der Umgang (mit / + Gen.) [zB. mit einem Problem] etc. ...
- ΑΝΤΙΟ...αντίο • Ευχαριστώ για την πρότασή σας, και πιθανότατα σύντομα να την ξανασυζητήσουμε. Αντίο σας!...
- ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ, η...αντιπαράθεση, η = die Auseinandersetzung / die Konfrontation ...