αντηλιά, η
• Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη. |
Und der Fensterladen schloss nicht dicht, ein Sonnenstrahl kam [ins Zimmer] herein und wurde von der Wand neben ihm [sc. dem Erzähler] reflektiert und fiel dann auf ihn. Heiß war es. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• Τα ρολά ήταν κατεβασμένα μέχρι τη μέση, το μαγαζί έβραζε μέσα στην αντηλιά. |
Die Rolläden waren halb geschlossen, das Lokal kochte [an diesem Sonntagmittag] in der Sonnenhitze. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Στάθηκε στη σκιά, στο κούφωμα της πόρτας του αχυρώνα και περίμενε. [...] Προφυλαγμένος από την αντηλιά, φαντάστηκε [...]. |
Er blieb im Schatten stehen, im Türrahmen der Scheune, und wartete. […] Vor dem gleißenden Sonnenlicht geschützt, stellte er sich vor, […]. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
weitere BSe:
• Μέσα στην άχνα της κάψας όλα τρεμουλιάζανε. [...] ήτανε ντάλα μεσημέρι. [...], η αντηλιά απ’ την άσπρη πέτρα [του λατομείου] τον ζάλισε, έφτασε πάνω ξεθεωμένος, με τη γλώσσα έξω.
• Μόλις ο ήλιος ανέβει ψηλά στον ορίζοντα, τυφλώνει η αντηλιά τόσο δυνατά πάνω στα άσπρα μάρμαρα που σου πονάνε τα μάτια.
• "τα τραγούδια που σου ’μαθα κρύφ’ τα/ ζέστανέ τα σαν να ’ναι πουλιά / γιατί γέμισ’ ο κόσμος με νύχτα / κι η ζωή μου αντηλιά" [Λευτέρης Παπαδοπουλος: τραγούδι "Καληνύχτα"]
Weitere Wörter:
- ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
- ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeichnet] ein Männchen auf ihren Notizblock....
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
- ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
- ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
- ΑΝΤΙΔΡΩ...αντιδρώ (-άς) = [u.a.:] sich dagegen aussprechen ...
- ΑΝΤΙΘΕΤΑ...αντίθετα = 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen * *[auch iS von]: allerdings / jedoch – vgl. z.B.:...
- ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...
- ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩ...αντικαθιστώ (-άς) (bzw. αντικατασταίνω) 1) ersetzen, austauschen:...
- ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αντικατασταίνω s. αντικαθιστώ ...
- ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ (auch: ΑΝΤΙΚΡΥΖΩ)...αντικρίζω (auch: αντικρύζω) • Στον καθρέφτη πάνω από το κομό αντίκρισε το είδωλό του, [...] ° Im Spiegel über der Kommode erblickte er sein Bild, [......
- ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ, το...αντίκρισμα, το 1) der Anblick: • στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε ° beim Anblick des Blutes wurde er ohnmächtig 2) die Deckung [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΩ...αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω κάτι: a) sich auseinandersetzen mit [zB. mit sich selbst und seinen Problemen] / angehen [ein Problem] / sich stellen [zB....
- ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ, η...αντιμετώπιση, η = die Auseinandersetzung (mit / + Gen.) / der Umgang (mit / + Gen.) [zB. mit einem Problem] etc. ...