αντιδρώ (-άς)


=  [u.a.:] sich dagegen aussprechen 

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeich­net] ein Männchen auf ihren Notizblock....
  • ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
  • ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungs­widrig erklärten Ge­set­zes­bestimmung] = ungültig ...
  • ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
  • ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
  • ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
  • ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
  • ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
  • ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
  • ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....
Nachher:
  • ΑΝΤΙΘΕΤΑ...αντίθετα = 1) im Gegenteil // 2) im Gegensatz dazu // 3) statt dessen * // 4) hingegen * *[auch iS von]: allerdings / jedoch – vgl. z.B.:...
  • ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αντικαθίσταμαι Passivform von αντικαθιστώ ...
  • ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩ...αντικαθιστώ (-άς) (bzw. αντικατασταίνω) 1) ersetzen, austauschen:...
  • ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αντικατασταίνω s. αντικαθιστώ ...
  • ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ (auch: ΑΝΤΙΚΡΥΖΩ)...αντικρίζω (auch: αντικρύζω) • Στον καθρέφτη πάνω από το κομό αντίκρισε το είδωλό του, [...] ° Im Spiegel über der Kommode erblickte er sein Bild, [......
  • ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ, το...αντίκρισμα, το 1) der Anblick: • στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε ° beim Anblick des Blutes wurde er ohn­mächtig 2) die Deckung [zB....
  • ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΩ...αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω κάτι: a) sich auseinandersetzen mit [zB. mit sich selbst und seinen Problemen] / angehen [ein Pro­blem] / sich stel­len [zB....
  • ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ, η...αντιμετώπιση, η = die Auseinandersetzung (mit / + Gen.) / der Umgang (mit / + Gen.) [zB. mit einem Pro­blem] etc. ...
  • ΑΝΤΙΟ...αντίο • Ευχαριστώ για την πρότασή σας, και πιθανότατα σύντομα να την ξανασυζητήσουμε. Αντίο σας!...