ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο
• Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. |
Carmen malt [iS von: zeichnet] ein Männchen auf ihren Notizblock. [während sie telefoniert] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Τι δουλειά είχαν οι αντάρτες να σκοτώσουν αυτό το ανθρωπάκι; |
Warum hätten die Rebellen so ein kleines Würstchen töten sollen? [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Κάτω από το κοστούμι της χρησικαρπίας, κρύβεται το ανθρωπάκι. Φοβισμένο, ανασφαλές. |
Unter dem Anzug aus dem Kostümverleih der Fernsehwelt verbirgt sich ein kleines Würstchen. Ängstlich, verunsichert. [Charakterisierung der Persönlichkeit eines Fernsehmoderators] [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• έναν άντρα που ήξερε μερικά πράγματα γι’ αυτό το ανθρωπάκι, την Γκερτ Μέρινγκ |
einen Mann [Akk.], der ein paar Informationen über dieses arme Würstchen [Frau] Gert Meyrink besaß [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• ένα σιχαμερό ανθρωπάκι |
ein widerwärtiger Schwächling [DF+GF aus: Bachmann: Malina] |
weitere BSe:
• [...] Αν είσαι υπεράνθρωπος. Αν όμως είσαι ένα συνηθισμένο, ένα απλό ανθρωπάκι [...] [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 38, 1.+ 2. Z.]
• βουλευτής είναι, δεν είναι κοινό ανθρωπάκι [Βασιλικός: Ζ, σ. 141]
• Κι ας είμαι ένας μικρός κι απλός ανθρωπάκος δίχως υπερφυσική δύναμη κι αντοχή. [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 39, 11.+ 10. Z. von unten]
• ο Γιάννης – αυτός ο ήσυχος κι αξιαγάπητος ανθρωπάκος [Anm.: ανθρωπάκος hier also ohne negative Wertung] ["Ταχυδρόμος" v. 12.12.1985, S. 92]
• "Είμαι φτωχός κουρασμένος σκυφτός ανθρωπάκος" [Λευτέρης Παπαδόπουλος: τραγούδι "Ο ανθρωπάκος"]
• "[...] μπας κι όλοι εμείς τα κουρδισμένα ανθρωπάκια ξεκουρδιστούμε και βρεθούμε αγκαλιά" [Λευτέρης Παπαδόπουλος: τραγούδι "Κουρδισμένα ανθρωπάκια"]
• "Όλο ήθελες να παίρνεις και ποτέ δεν έδινες. / Ανθρωπάκι ήσουν πάντα κι ανθρωπάκι έμεινες." [Διονύσης Τζεφρώνης: τραγούδι "Ανθρωπάκι"]
Weitere Wörter:
- ΑΝΕΜΕΛΟΣ, -η, -ο...ανέμελος, -η, -ο • Οι ανέμελοι άνθρωποι σαν κι αυτήν [...] Unbeschwerte Menschen wie sie [sc. wie dieses Mädchen] [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΕΜΟΣ, ο...άνεμος, ο 1. Grundbedeutung: der Wind [Anm.: auch das Wort ο αέρας kann die Bedeutung "der Wind" haben] 2. στους πέντε ανέμους:...
- ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανέραστος, -η, -ο • Αυτός δεν ήταν ικανός να ουρλιάξει. Ένα άθλιο έμβρυο. Ανέραστος. Ένα ανέραστο έμβρυο. ° Der [sc. dieser Mann] war ja nicht fähig zu schreien....
- ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ανερχόμενος, -η ,-ο • η ανερχόμενη Ασία ° das [wirtschaftlich] aufstrebende Asien ...
- ΑΝΕΣΗ, η...άνεση, η • φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν έχω ζήσει ακόμη, δεν έχω περιφερθεί με άνεση ως εικόνα, [...] ° ich empfinde Angst vor dem Tod,...
- ΑΝΕΤΟΣ, -η, -ο...άνετος, -η, -ο • οι άνετοι τρόποι του ° seine legere Art [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΑΝΕΥ...άνευ • άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos • άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sondergleichen ...
- ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
- ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
- ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
- ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
- ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...
- ΑΝΤΗΛΙΑ, η...αντηλιά, η • Και το παντζούρι δεν έκλεινε καλά κι έμπαινε μια αντηλιά που χτυπούσε στον πλαϊνό τοίχο και ξαναγύριζε πάνω του. Ζέστη....