άνευ
• άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos
• άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sondergleichen
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΝΑΦΕΡΩ...αναφέρω αναφέρομαι: s. eigenes Stichwort ...
- ΑΝΑΦΙΛΗΤΟ, το...αναφιλητό, το (meist im Plural: αναφιλητά, τα) • τα αναφιλητά της ° ihr [Singular/weibl.] Schluchzen [Pons online] • Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά αναφυλλητά....
- ΑΝΑΦΥΛΛΗΤΟ, το...αναφυλλητό, το s. αναφιλητό, το ...
- ΑΝΕΒΑΖΩ...ανεβάζω • Ακόμα σκιάχτρο την ανέβαζαν, σκιάχτρο την κατέβαζαν, ή το πολύ γεράκι. ° Vogelscheuche, immerzu Vogelscheuche, im besten Fall Falke....
- ΑΝΕΜΕΛΟΣ, -η, -ο...ανέμελος, -η, -ο • Οι ανέμελοι άνθρωποι σαν κι αυτήν [...] Unbeschwerte Menschen wie sie [sc. wie dieses Mädchen] [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΕΜΟΣ, ο...άνεμος, ο 1. Grundbedeutung: der Wind [Anm.: auch das Wort ο αέρας kann die Bedeutung "der Wind" haben] 2. στους πέντε ανέμους:...
- ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανέραστος, -η, -ο • Αυτός δεν ήταν ικανός να ουρλιάξει. Ένα άθλιο έμβρυο. Ανέραστος. Ένα ανέραστο έμβρυο. ° Der [sc. dieser Mann] war ja nicht fähig zu schreien....
- ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ανερχόμενος, -η ,-ο • η ανερχόμενη Ασία ° das [wirtschaftlich] aufstrebende Asien ...
- ΑΝΕΣΗ, η...άνεση, η • φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν έχω ζήσει ακόμη, δεν έχω περιφερθεί με άνεση ως εικόνα, [...] ° ich empfinde Angst vor dem Tod,...
- ΑΝΕΤΟΣ, -η, -ο...άνετος, -η, -ο • οι άνετοι τρόποι του ° seine legere Art [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
Nachher:
- ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
- ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
- ΑΝΗΜΕΡΑ...ανήμερα [temporales Adverb] 1. allgemein zur Bedeutung: Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα",...
- ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeichnet] ein Männchen auf ihren Notizblock....
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....